δυο ντόπιοι αδέλφια κάθονταν μ’ έναν ξένο
αργά μιαν εσπέρα. Το λίγο φως απ’ την ταβέρνα
φώτιζε σαν φανάρι του δρόμου μιας άλλης εποχής,
αχνά-χλομά, το πρόσωπο του ξένου, στραμμένο
προς τη θάλασσα. Κι αυτός, σαν ονειρόπαρτος,
μακρινός, με χέρια ακουμπησμένα στα γόνατα
π’ αλαφροτρέμανε σαν από πυρετό κι αλλόφερτο κρύο.
“Δεν περιμέναμε να μας σκεφτείς, λέει ο ένας.
Έτσι στην τύχη σ’ έφερε η κουβέντα, δεν ξέρω
πώς.” “Ίσως γιατί τον πήγε στον πουνέντη”,
λέει ο άλλος. Και ήταν αλήθεια ζέφυρος καιρός
που ζωντανεύει του βουνού τα βότανα
και είναι η θάλασσα καθρέφτης. “Πες μας τα νέα σου
αδελφέ, πώς τα βολεύεις σ’ εκείνα τα μέρη.”
Ο ξένος δεν αποκρίθηκε. Τον πήρε το σύγκρυο
κι ο πυρετός. Σηκώθηκε τρικλίζοντας, ίσκιος
που ρίχνει κίτρινο κερί σε χειμωνιάτικο ξωκκλήσι
νυχτερινό, κι έφυγε σβήνοντας σαν από ρέμα
μες στις λαχταριστές ευωδιές – το χταποδάκι
στο κάρβουνο, η κατσαρή γαρίδα, ο αθερνός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου