θλιμμένη πόλη
με τα κίτρινα σκουριασμένα φώτα
να πέφτουν στους ώμους
να γλύφουν τα χέρια σου οι ρωγμές
των λουλουδιών στα πάρκα
και στο λιμάνι τα παροπλισμένα πλοία
σχεδιάζουν ακόμη ταξίδια σε μέρη
μακρινά
κι οι βόλτες σου στη βροχή
σε δρόμους άγνωστους
σε κάτι συνοικίες ξεχασμένες
που οι νύχτες είν' σκόρπιες
σαν τα κομμάτια του εαυτού σου
σε εξαρθρωμένα παράθυρα ο αέρας
ακονίζει τα νύχια του
ο ίδιος αέρας που χρόνια πριν γύριζε με μανία
τα παιδικά σου φουρφούρια
η μεταμόρφωση έγινε
υπήρξε αλλαγή
οι αστικές σας μάσκες έπεσαν στα μάτια μου
όπως το χέρι μπροστά στην άφωνη κραυγή
των δρόμων
που αδιάκοπα να μιλήσουν προσπαθούν
σε μια γλώσσα ξένη μακρινή
μια μουσική ιθαγενών εκστατική και παράταιρη
ένα παιχνίδι σπασμένο η ποίηση στα χέρια μου
χιλιοπαιγμένο και κολλημένο
τα χέρια στο στόμα
το κεφάλι στο στομάχι
τα πόδια πλάγια
ένας κλόουν που κλαίει γελώντας
αυτή η ανίκανη ικανότητα να σκαρώνουμε
ποιήματα
σε μια νευρωτική φάση έκοψα
τα καλώδια του εαυτού μου
σε μια νύχτα που ισορροπεί σε ξυραφάκι
μην μάθει κανείς πώς είμαστε απόντες
πως τόσο φτηνά ξεπουληθήκαμε
σε μια οικτρή μονόπολη
ο φόβος τρέμει και τη σκιά του
έρχεται και φεύγει
φεύγει και έρχεται
κι αν κάτι μένει στη βροχή χαραγμένο
είν' η περιπέτεια του αίματος φορώντας τσόκαρα
να βολτάρει σ' ένα κοσμικό ψυχιατρείο
ένα παιδικό χαμόγελο
και μια γυναίκα όμορφη που περνά
το δρόμο
καθώς τ' αγάλματα θρυμματίζονται
απ' την αύρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου