Περνούσε κάθε μέρα την διάβαση σκυφτός
μ ένα τριαντάφυλλο στα δάχτυλα
προχωρούσε πάντα λοξά κάτω απ τα μελαγχολικά φώτα
ήξερε πως η ευθεία δεν είναι ο δρόμος του,
δεν ευνοεί την βροχή που έλπιζε.
Σ άδεια παγκάκια
κοιτάζοντας την θάλασσα
την πρωινή ομίχλη με τα φαντάσματα του Ήλιου
στα υγρά από φως πεζοδρόμια
περίμενε την άνοιξη
και έβρισκε διάδρομους απογείωσης
μέσα σε στήθος ξέφρενο μοναχικού διαβάτη.
λίγα χαμόγελα μες στην γειτονιά
οι λοξές ματιές των περαστικών δεν τον άγγιζαν
λίγη αυτοπεποίθηση με εγκράτεια
η αίσθηση πως κάτι παραπάνω καταλαβαίνει
και πρέπει επιμελώς να κρύβεται απ’ το χαμόγελο του.
ποτέ μην παρουσιαστεί αυτός παράφωνος μες την ομοιοκαταληξία.
Συνήθιζε να λέει, οι ποιητές δεν χρειάζονται χώρο
οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν.
Ένα πρωινό την ψυχή του άφησε ελεύθερη απ τα δεσμά του Ήλιου
και το κορμί του χώνεψε, μέρες ξεκούραστο
στ’ άδειο κρεβάτι
μα οι λέξεις του πουλιά πανέμορφα
γυροφέρνουν σε πλατείες με λιγοστούς περαστικούς
και μοναχικά φώτα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου