είπα να γυρίσουμε σπίτι μη και μας βρει η περίπολος
κι η συμφορά. Εκείνος σαν να γέλασε,
κάτι σαν μαρμαρωμένος λυγμός στην παγωνιά
του μισοφέγγαρου. “Σιγά, μή βιάζεσαι αδελφέ,
ξεχνάς πως έχω χρόνια ν’ ανεβώ αυτές τις σκάλες.
Κι έπειτα, δεν είναι αυτός ο δρόμος που θυμάμαι.
Πού είναι εκείνες οι αυλές, οι βαμμένοι τενεκέδες
με τα γεράνια, τα μπαλκόνια με τις μοσκοκαρφιές;
Και για ποια περίπολο μιλάς; Ξέρεις πως χρόνια τώρα
με σέρνουν κρύα ρέματα και βολοδέρνω
μέσα στου νου σου τις ερημιές.” Κι ήτανε τότες
που ξαφνικός αγέρας σίφουνας έσπρωξε το φεγγάρι
πέρα απ’ τον ουρανό, αφήνοντας το καντήλι να τσιρίζει
στο μισοσκόταδο, μπροστά στο εικονοστάσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου