Σβησμένο το φανάρι του φεγγαριού,
ούτε ένα καντήλι τ’ ουρανού να φέγγει
στην ερημιά της μαυροφορεμένης νύχτας.
Βιαστικός ταξιδευτής ο χείμαρρος
γλιστρώντας από ψηλά βογκάει στα βράχια.
Άχαρο νυχτοπούλι, με ήχους τρόμου,
μοιρολογάει την απελπισία του.
Φόβος και σκοτάδι με αγκαλιάζει.
Ο αγέρας αγριεμένος καβαλάρης,
σφυρίζοντας το μαστίγιό του τρέχει
αλαφιασμένος και ξεμαλλιάζοντας
τα κλαδιά των δέντρων ζωγραφίζει
σκιάχτρα της φαντασίας,
τρομαχτικά φαντάσματα της σκέψης.
Ρίγη λαχτάρας διαπερνούν το κορμί,
που ταξιδεύει στου φόβου
το θαλασσοδαρμένο καράβι
και αγριεύοντας όλο και περισσότερο
την τρομοκρατημένη ψυχή, ανεβάζει
στα ύψη τον υδράργυρο του φόβου.
Μεθυσμένα πόδια στην τυφλή νυχτιά
τρομάζουν στην ανάσα τους.
Μακρινό το αλύχτημα ενός άγρυπνου
σκύλου, δροσερό νερό στο πρόσωπό,
σταματάει το ράπισμα των νεανικών φόβων.
Κρατημένος απ’ τα ηνία της λογικής
σφυρίζοντας στο νυχτωμένο τοπίο,
πεδίο για μύθους και τρελές διαδόσεις,
βαδίζω σαν αγριεμένο άλογο
προς τη σιγουριά του στάβλου.
Γιάννης Τάτσης
Από την ποιητική συλλογή: "Ανήκω στον Αγωνιστή"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου