Μία η Αγέννητη Φύση, που αποκαλούμε Θεό;
(«Πρεσβύτατον των όντων ο Θεός . αγέννητον
γαρ»… «μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν».-Θαλής)
Ένα αστέρι έριξε ο Θεός στη αγκαλιά της δεύτερης
μοίρας
κι’ένα λουλούδι άνθισε στο βράχο του γκρεμού-
Τα μάτια μου γίνανε φτερά αετού
και κάλυψαν το φώς του ήλιου.
Η θάλασσα μαύρισε μέχρι τον ορίζοντα.
Το πράσινο ξίνισε στη γεύση του
και το πουλί έχασε την πορεία στην ελευθερία.
Το γεράνι σκούριασε στην τενεκεδένια γλάστρα
και κάποιοι θεώρησαν ευκαιρία να το πουλήσουν
για χρυσό.
Το αντικρινό σπίτι δεν είναι πλέον λευκό
από τον φτηνό ασβέστη.
Ουρανοξύστες πόνεσαν το ουρανό.
Η έλλειψη μιας καλημέρας στο γείτονα
διέρρηξε της κοινής ψυχής τον ιστό
και η υπεροψία σκότωσε τον αδελφό..
Ο χρόνος σταμάτησε τη ροή του στο χώρο.
Ο Αυτογενής Θεός χωρίς αρχή και τέλος,
που θρόνο έχει το σύμπαν,
λες μετάνιωσε
από το τελευταίο δημιούργημά του ,
τον Ανθρωπο
και θυμωμένος , απογοητευμένος
εκτοξεύει τα δικά του όπλα
για την μετάλλαξή του.
Οι σκέψεις ταρακουνήθηκαν από σεισμό
αβεβαιότητας και με λάβα σκέπασαν το νού μου.
Ο άνθρωπος ,κατασκευαστής μεγαλείου της
καταστροφής,
για δήθεν λύτρωση σχεδιάζει και εκτελεί πολέμους,
αφού πρώτα διεγείρει το συναίσθημα του γενετήσιου
φόβου..
Αδιόρθωτος, αμετανόητος, κουφάρι βουλιμίας
συνεχίζει να επιχαίρει για τα εγκλήματά του,
σίγουρος για την ουτοπική ατιμωρησία του.
Τα αγκρέμιστα διαμερίσματα του θάνατου,
αθέατα καθώς είναι, δεν τον πτοούν.
Κυνηγά να υποκαταστήσει τη Φύση-Θεό
Προσκυνά όμοιους του, οικονομισάριους θνητούς
σωτήρες,
γιατί πιστεύει ότι πλασμένος κατ’ ομοίωση
του αγέννητου Θεού,
οφείλει να υπακούει τις εντολές του.
Σαγηνευμένος απ’τον επίγειο σωτήρα του
παλεύει να τον φτάσει, να τον ξεπεράσει,
να φτάσει κι’ αυτός στη εικονική Θέωση,
ευελπιστώντας την ύστατη ώρα
να τον περιθάλψει κατά τον βέβαιο αφανισμό του.
Παραβλέπει θελημένα και απωθεί τη σκέψη
της κοινή πορείας ,που του έχει τάξει η Φύση-Θεός,
στο Πουθενά.
Τον πλούτο εκλαμβάνει ως ανθρώπινη αξία
που προσδίδει δύναμη και δίκαιο
της εξουσίας.
Η αυταπάρνηση δεν είναι αρετή,
αλλά ένδειξη δουλοσύνης.
Ο πόνος και το δάκρυ είναι εικόνες
εξεζητημένες και ευτελούς υλικής αξίας.
Οι λέξεις: αθωότητα, στοργή, αγαθότητα…
Είναι σβησμένες από το λεξικό της ζωής του
και μονάχα τρείς τονίζονται από το άλφα μέχρι το
ωμέγα
με κεφαλαία κόκκινα γράμματα : Τιμωρία στούς
αδικημένους
Την διασκέδαση ομοιώνει με την ψυχαγωγία
επιδεικνύοντάς την σαν ένδειξη επιτυχίας
και την αγάπη εκπεσμό, αδυναμία στην έλευση
του στόχου του.
Την αγάπη θεωρεί υποτίμηση, αυταπάτη
και λιποταξία από την ευζωία.
Στο τέλος, ολοένα θα δικαιολογεί
την επερχόμενη, αναπόφευκτη ήττα του,
πάντα γιατί θα αστοχεί να γίνει ο ίδιος η
Φύση-Θεός.
(Θύμησες)
Αναπολώ τα παιδικά κι’ ανώριμα τα χρόνια,
στα είκοσι που μακριά βάζαμε πανταλόνια.
Τα κουβαλώ στον ώμο μου, τα φέρνω στο παρόν,
το δάκρυ ,στα μελλούμενα δεν είναι οχυρόν.
Χρόνια μεταπολεμικά, αγάπης και ειρήνης,
στριφογυρίζαμ’ όλοι μας σε ίδια τρύπα δίνης.
Και πάντα είμαστ ‘ αρωγοί σε διπλανού οδύνης,
πιστοί στη Θεία ρήση: Εχεις δύο, τό'να δίνεις.
Θυμάμαι Σάββατο η μαμά, μας έλουζε στη σκάφη.
Τα πρωϊνα , ξερό ψωμί, θρεψίνη απ’ το ράφι.
Τα μεσημέρια τρώγαμε φασόλια με πιλάφι.
Σχολειό, παιχνίδι ύστερα στο διπλανό χωράφι.....
Αγνά κι’ αθόρυβα , άνθρωποι έχτιζαν τη ζωή τους,
και με ιδρώτα ,υπακοή πότιζαν το κορμί τους .
Αργά ο χρόνος μέτραγε τη μίζερη στιγμή τους,
η καλημέρα ήτανε, πρωτόλεξη στη φωνή τους.
Καθημερνά μοιράζανε όλοι, χαρά και λύπη.
Κι’αν έλειπε ο πατέρας συνήθως απ’το σπίτι,
σε πλοίο, εργοστάσιο ,σε καφενέ κοπρίτη,
μια μάνα λογογιάτρευε , ανέχειας.. τη γρίπη.
Πέντε ήταν οι πλούσιοι, μα μοίραζαν και πλούτη
και το φιλότιμο, ακριβή τιμή βαστούσε ακόμα,
κι’ας ήταν το κρεβάτι μας απ’ αχυρένιο στρώμα.
Το κρέας κάθε Κυριακή κι’ας ξίνιζ’ η γιαούρτι.
Μα της αγάπης τ’όφελος ,είν’ ουρανού αστέρια
κι’ένα τραγούδι με χορό, κέρδιζε τη μιζέρια.
Το άδικο ποντίζονταν στης θάλασσας τη λήθη,
το μέλλον εγγραφότανε στο νου σαν παραμύθι.
Και ξαφνικά αγαπητέ , θωρώ πλέον γεράσαμε
και των πολλών τα όνειρα μες τα ψιλά περάσανε.
Φίλοι ,γνωστοί και αδελφοί, μαζί όπου γελάσαμε,
απ’τη κορφή που φτάσανε, μας βλέπουν ,μας ξεχάσανε.
Οι ανάμνησες μένουν στο μυαλό σφραγιστές,
σκλαβωμένα τα χεριά σε ραστώνης πληγές.
Αντρανίζω στο μέλλον στεγνές της γαλήνης πηγές.
Φοβάμαι που θα’ναι, της αγάπης οι πόρτες κλειστές.
Φταίμε, που ίδιους αρχηγούς στην εξουσία βάνουμε .
Φταίμε, που συνεχίζουμε , εν γνώσει μας να χάνουμε.
Φταίμε, αν και γνωρίζουμε η λευτεριά
πως σώζεται.
Φταίμε, οπού καθεύδουμε, ο πετεινός σαν κλώζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου