τυχερό αστεράκι,
σε περίβλημα ανυπαρξίας
έφεγγα.
Στην εξώπορτα του χρόνου
ελαφρύ αεράκι,
ασυνόδευτης αύρας
παρέστεκα.
ατελές σημαδάκι,
στην παρόρμηση της ηδονής
φαινόμουνα.
Στο παρασκήνιο,
μια συγκυρία συναισθημάτων
συγκομιδή ελπιδοφόρα
συνέταξε.
παρθένου στήθους
την γλυκύτητα, μαζί σου
γεύτηκα ενώ,
της ευλογημένης σου αγκάλης
άγγιγμα, στην ζωή χαμογέλασα.
Σ΄ ευχαριστώ, Μητέρα!
σε συλλογιέμαι
κι όλους τους φίλους που κρατούν
ένα "κερί" στο χέρι.
που σ` έχουνε στη σκέψη
και σου μαγεύουν την θωριά
με δοξαριά "αγιασμένη".
στα χείλη απλωμένο
που μες στα βάθη της ψυχής
βλέπουν καθρεφτισμένο.
και δεν βροντοφωνίζεις
χαρίζεις μόνο διέξοδο
ταξίδια με γαλήνη.
Μεθυσμένος παρασύρομαι
από την έκσταση των απαλών σου βημάτων
στους κήπους του ήλιου…
Μούσα της ανατολής, των ρόδων αμφίεση
γεμίζεις με άπειρο την αγκαλιά μου
όταν έρχεσαι από τους ανθισμένους ροδώνες του απέραντου…
θάψαμε το πιο μεγάλο μας όνειρο:
την αγάπη μας
κι ο νους μας παρέμεινε εκεί
δίπλα στη θάλασσα
δίπλα στο κύμα να τριγυρνά
να συντηρεί μες στο ηλιοβασίλεμα
τις παλιές μας αναμνήσεις.
να ησυχάσουμε
απ’ το ανυπέρβλητο ψέμα
με τις άπειρες εκδοχές του
που σέρνονται απ’ τον άνεμο
να υποτιμούν εκείνα που αγαπήσαμε
και να μας κρύβουν όλες τις ενοχές
για το διώξιμο των γλάρων
προμήνυμα μιας απρόσεκτης στάσης
να μη συνεχιστεί η όμορφη ζωή μας
με υλικά κατάλληλα
για ένα δίκαιο τέλος.
πως όταν τελειώνει ένας έρωτας
δοκιμάζει τις αντοχές μας ο θάνατος
και μας δίνει μια μικρή αλλά πικρή γεύση
για το τι θ’ ακολουθήσει
χωρίς να βάζουμε μυαλό
για το κάθε μας λάθος.
Κάθε πρωΐν, ανελλιπώς,
με στάμπαν τζιαι με βούλλαν,
λαλώ για τζιείνους που ρωτούν,
κάμνω γυμναστικούλλαν!
Αρκέφκω με προθέρμασσην,
ποδήλατον ή βούρος
τζιαι δεν με κόφτ’ ο ουρανός
αννέν άσπρος ή σκούρος.
Ύστερα που το τρέξιμον,
πενήντα κάμνω κάμψεις,
τούτες που τες λαλούν “ππουσιάπς”
τζιαι κάμνουν σε ν’ ανάψεις.
Ακολουθώ το πρόγραμμαν
με δίχα να λασσκάρω
τζι’ ασκήσεις των κοιλιακών,
στο ταπισόν, προβάρω.
Μετά ξυπνώ, ποκνιάζουμαι
τζι’ αμέσως κάμνω μπάνιον,
πίννω καφέν τζι’ εφκαριστώ
Τον Πάτερ, Τον Ουράνιον ...
... που μ’ έσιει πάντα υγιήν,
Δευτέραν ως Δευτέρα,
τζιαι πρωϊνήν γυμναστικήν
που κάμνω κάθε μέρα!
Ατελείωτα πάθη της την πλησίαζαν... γοητευτικά και υπέροχα καιγόταν στις επιμονές που ουρλιάζουν αδυναμίες, για μία απόφαση αρχής, που δεν επιτυγχάνει.
Δεν επιτυγχάνει, γραφής ούτε στα προφορικά της, αυτά μένουν στα ανέκφραστα και ανεκπλήρωτα @θαυμάσια@ αίσθησης, δεν έζησε η ονειροπόλα, δεν τα γνώρισε.
Δεν ξεπερνούσε, τα γνωστά της, ξέρω, σε σχέση γνωριμίας και οικειότητας από παλιά, η σύγχρονη... γνωριμία όλα τα άφηνε ανέκφραστα και αμίλητα τα μελλούμενα, συννεφιές βουρκωμένες πληροφορούν αντιθέσεις, δίχως αρμόδια προσοχή δεν αντηχούσε, μία ειλικρινή αγάπη, κατρακυλούσε στις αποφάσεις, δίχως αρχές.
Εκεί, αποσιωπούσε για να ψάχνει μυστικά σε άσκηση σπουδών της, δεν βρήκε αλήθεια, ερευνούσε σαν έχασε, την περιουσία της!...
Όνειρο, άγγιξε... την ομορφιά απ' της ζωής την αγκαλιά δεν ταξιδεύει, νύχτες της, δεν τελείωναν.
'Έτσι περίμενε τεμαχίζοντας τον χρόνο, σε δευτερόλεπτα, ονείρου την έντυνε σε ομορφιά σκέψης του, η απώλεια.
Σε αυτό το φάρδος στέρησης στρώνονταν, η απουσία... γινόταν ανυπόφορη σαν οι μεγάλες νύχτες του χειμώνα να περιμένουν την φθορά τους, μες το φως.
Του φωτός διεξάγετε η φάση συνομιλίων και συνομιλητών αφήνει σημάδια, απ' τα σκοτάδια σβήνουν η αναπτύσσουν μυστήρια;...
Κάθε ασύλληπτο, ακατανόητο, το κουβαλούσε σκέψεις, την περιπλέκουν στα τυφλά, μη αφήσει... το φως, έχει την θηλιά, της πνοής.
Σε αυτή την απεικόνιση εποχής, την άυλη ουσία μες τα πιστεύω της, επιζητώ.
το έριξα στη ρίζα του δέντρου.
Αυτό απόψε
δεν είναι ένα ποίημα.
Είναι η μακρόσυρτη φωνή του Νick.
Είναι οι ουράνιοι αρπισμοί της κιθάρας του.
Η μέρα που περίσσεψε
και την έριξα στη ρίζα του δέντρου.
Οι ποιητες θα σε φερουν.
Το γέλιο σου ,προπομπός.
Τα χνάρια σου,χρωματα.
Θα έρθεις!
Και Στις μουσικες σου,
θα αναγεννηθω.
Αχ κι αυτα τα ματια σου,
ίδια των παθων,η πηγη.
Γυμνη!
Μόνο,σαν πεπλο,
των ματιων σου το μπλε.
Τι ζητώ;
Θύμα στην ηδονή σου,
να γενω.
Στού εφηβαιου σου,τις απλωσιές
τον τελευταιο μου χορο.
Και ας αναληφθω!!
ξαγρυπνᾶ στὸ μονοπάτι μας
μέ τὸ ἄρωμά σου
ἀναλώνουν τὰ χείλη
δὲν ἀντέχω τόση ἀγάπη ξεραμένη
τόση δίψα δίχως ἐλπίδα
ἀφήνω τὸ παραθύρι μου ἀνοιχτὸ
σιωπὴ ἄφθαρτη νεκρὴ ἀνασαίνω
ξεγελῶ τὴ μοναξιὰ
τὶς εὐτυχισμένες μας στιγμὲς ἀνακαλῶ
σὲ μιὰ πολιτεία βράχων ξυπόλυτος περπατῶ
τό" μαζὺ" μας γραμμένο σὲ χιόνι
ὄρνια σαρκοβόρα μὲ ἀχόρταγες πεῖνες
μὲ τὸν ζοφερὸ ἀπελπισμὸ τοῦ Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
τὴν ἀνασαιμιά τοῦ Β.ΛΕΟΝΤΑΡΗ
τὸ φρικιαστικὸ παραλήρημα τοῦ Ἀλιόσα Καραμάζωφ
μοιρογνωμόνια ἀνάγκης
τὰ πλάτη καὶ ὕψη τῆς τραγωδίας
τὴν πολύχρωμη στειρότητα
τῆς ζωῆς
εἶναι ἡ νύχτα δύσκολη
καὶ δὲν
σε υπόγειες στοές
σύντροφοι
μαύρων σκιών
το σκοτάδι
συνηθίσαμε
Και τώρα
έκθετοι
στο άπλετο φως
ανασκιρτούμε
στη θέα
του ξεχασμένου
παραδείσου…
Δεν έχω να σου πω πολλά για την επίσκεψη.
Μας δέχτηκε σπίτι του με χαρά.
Είπαμε βέβαια πολλά
— ό, τι μπορεί κανείς να πει σε τέτοιες περιπτώσεις.
Κι αυτός, συγκινημένος, δίχως άλλο,
με τον αέρα του πετυχημένου φυσικά,
πρόθυμος να μας δείξει κάθε τι — τί συλλογές!
Τί σπάνια κομμάτια! —
Συγκράτησα στην όψη του μιαν έπαρση κρυφή,
την ώρα που μας έδειχνε κειμήλια παλιά,
την ώρα που κερνούσε το παλιό καλό κρασί του.
΄Ηταν περήφανος με όλα τα παλιά
κι εμείς αυτά μονάχα — τα παλιά — εκτιμούσαμε.
δεν έχει πίκρα, δεν έχει ανηφόρα
η Δραπετσώνα είναι μόνο
ένας χορός παραστάσεως
τον χορεύουν οι κουρασμένοι
ριζοσπάστες πολιτικοί
κουρασμένοι από τον φόρτο της ευθύνης
φορτωμένοι σαράντα χρόνια σε κρατικές πινακίδες.
Οι μη ριζοσπάστες πολιτικοί προτιμούν τα δημώδη άσματα
βαθιά προσηλωμένοι στο ρομαντικό εθνικό ιδεώδες
Τα σπίτια στα Δραπετσώνα είναι χωρίς κρεβάτια
χωρίς κούνια, από τότε που πνίγηκε στην κούνια η αλλαγή.
Η Δραπετσώνα δεν έχει πια ζωή
γιατί όλοι μαζί τα φάγαμε
έτσι είπε ο Πάγκαλος
όχι ο δικτάτορας
ο εγγονός του δικτάτορα
κι εγώ εγγονός της γιαγιάς μου
που μου ‘λεγε για του Πάγκαλου τα γούστα (του δικτάτορα)
Θα ζήσουμε χωρίς στεφάνι, χωρίς γεράνι αγάπη μου
γιατί η ζωή είναι γλυκιά
κι αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι δικτάτορες
Στο φράγμα των χειλιών μας
ψαρεύει το φεγγάρι,
δόλωμα στο πυροφάνι
οι γλώσσες μας.
με τα δίχτυα του έρωτα
λαμπάδιαζε το περίγραμμα
των γυμνών σωμάτων μας.
κλεμμένη από το μουσείο της ιστορίας,
ανακατεμένη με φύλλα
σύγχυσης και συνουσίας.
ανάμεσα στις ρωγμές της ψυχής
εισβάλλει άυπνος και μόνος ο έρωτας
με τα λιτά του τραγούδια.
λιμνάζει το έλος της μοναξιάς,
οι κύκνοι με τις καταβυθίσεις τους
την φεγγαρόσκονη της σεμνής νύχτας
φορούν για περιδέραιο,
αντίγραφο του δώρου μου για σένα.
κάτω στην προκυμαία
στην γη όμως δεν παταγες
Γιατί ήσουνα ωραία
τους έρχονταν ταμπλας
μικροί μεγάλοι σε ποθουσαν
πω πω ένας αχταρμάς
εσύ όμως πάντα εκεί
τα γηρατειά δεν σε προσπερασαν
Δεν είδες προκοπή
γοργά περνούν τα χρόνια
και είσαι τώρα πια
ξεθυμασμενη κολωνια
χαθήκανε και αυτοί
Μα εσύ στην προκυμαία
ακόμα ψάχνεις το γιατί
γριούλα πλέον αμυαλη
παρέα μ ένα σκυλί
αχ γραία πανωραια
Σε ρίξανε στη μοιρασιά
και βγήκες χρεώστης
έτσι είναι οι άνθρωποι
ρίχτες
και πιο πολύ
οι δικοί σου άνθρωποι
με τους ξένους
δεν έχεις τίποτα
να μοιράσεις
ρίξε ή θα σε ρίξουν
αυτός είναι ο κανόνας
της ζωής
θάψε ή θα σε θάψουν
διάλεξε
κι άμα δεν θες
ούτε το ένα
ούτε το άλλο
στο τέλος
θα βρεθείς χαμένος
θύμα
της ανθρώπινης απληστίας.
δεν έχει την αίσθηση του χρόνου
δεν υπάρχει ερωτική αιωνιότητα
για κανέναν ερωτευμένο...
κάθε σκέψη
κάθε ομορφιά
είναι μια αιωνιότητα...
όποιος σε κοιτάξει
έστω για μια στιγμή
βιώνει την αιωνιότητα...
δεν είναι αυτό που αντέχει στον χρόνο
αλλά αυτό που κάνει την στιγμή
να διαρκεί για πάντα...
Ξεδίψασα με κύπελλα στεγνά .
Χόρτασα,γλύφοντας της πείνας τα κουτάλια.
Μικρο παιδί πάλαιψα για ανάσα, στη δίνη ανελέητης νεροποντής ,
σ'ανήλιες ξερολιθιές βραχοχτυπήθηκα
βρέθηκα με την πλάτη στα όχθια της Ζωής.
Συρθηκα στα σκλαβοπάζαρα της φτώχειας
με ξεροκόμματο κ'αλάτι.
Έσκαψα τη γης βαθειά, μέχρι την κόλαση.
Χάθηκα μεσ'τον εαυτόν μου, οσο χρειάσθηκε να γινω ενα με τους άλλους στο μαντρί,
ενω σφάζονταν μέσα μου, κείνος που
είμουν με κείνον που είχα γεννηθεί.
βρέθηκα να κάθομαι σε εδρανα ανιαρά
κ' ανήλια,
όπουπου με τάιζαν παθητική κ'απόλυτη υπακοή .
Πολυφορεμένος και στενός της ταπεινοφροσύνης ο μανδύας
για ν'αναι προφανής η δουλοπρέπεια,
και σκούφο ταχα ενδεικτικό, κατευθυνόμενης σοφίας.
Μέλος ομαδικής Οιδιπόδιας τύφλωσης.
Πιόνι ακίνδυνο και νομοταγές,
Ξέφτι, απο του δικού τους τοίχου την μικρότητα.
Για να κρατούνται μερωμένα σάρκα και
μυαλά.
Μα δεν ισορροπεί το γλαροπούλι στο κενό Χωρίς φτερά.
να χαϊδεύει το αδειο της ψυχής.
Βλέποντας της δυστυχίας μου τ'αυλάκι
κάθε μέρα να βαθαίνει,
τις όχθες βάλθηκα να
ζεύξω, με βιοπάλης υλικά,
μπάς και ξεφύγω απο της πλάνης την πυρά.
Τα πόδια μου στη λάσπη,
τα χέρια ξεριζωμενα απ τον Βοριά ,
οι μνήμες δεν ξεπλένονται, έμειναν
φόρτωμα στη ράχη,
αγκαλιά με του φόβου τον βραχνά.
Μα βρέθηκα ο αδαής αλίμονο,
να σέρνομαι, σ'άγνωρους τόπους και οδούς
να στροβιλίζομαι, αχρείαστο σκουπίδι πανω απ'της ξενιτιάς τους οχετούς .
Τώρα, στο βάθος του κρατήρα επιτέλους, ημέρεψε η λαβα.
Ασταθές ερείπιο ορθό, με το σακάκι δυο νούμερα μακρύ.
αθέατος τις νύχτες, στής ανωνυμίας τα σοκάκια γεμίζω τα κενα.
το εξουθενωμένο χθες αναπολώ,
τίς λιγοστές κ'απόμακρες απολαύσεις της ζωής χορογραφώ.
Στης μοναξιάς τους τοίχους
η πέννα μου αιμορραγεί
ζωγραφίζει τις στιγμές
γόνατιστή πανω απ'τα μνήματα,
ισορροπεί μιά-μιά τις άδικίες
έχοντας τα μάτια πισω,
στο χάος του τίποτα..
τα μάτια σου τα θαλασσιά,
με έχουν ρίξει ναυαγό
στο δικό σου ωκεανό.
Πλεξούδες τα ξανθά μαλλιά σου
μου ρίχνεις να πιαστώ,
στου καράβι σου το τιμόνι
να καθίσουμε οι δυο.
Νύχτα ξελογιάστρα
με τα φωτεινά σου άστρα,
μια φεγγαροντυμένη ομορφιά
μου έχει κλέψει την καρδιά.
Τη φωτιά μου αργοσβήνω
μες στη δροσερή αγκαλιά της
και ανέμελα γυρίζω
στα ακατοίκητα νησιά της.
(επιτάφιες περιφορές),
παράθυρα και τις γωνιές
(του σπιτιού),
στον τοίχο ακούγονται
τα δάκρυα των ελαφιών.
Είμαι μάρτυρας του Θεού,
στην κόγχη προσεύχεται
μαζί με χελιδόνια,
ακριβώς όταν το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα.
Είμαι μάρτυρας του μοιρολογιού,
τις ώρες που τα παιδιά
σπάζουν τον πάγο για να ξεδιψάσουν τα
πληγωμένα πουλιά.
Είμαι μάρτυρας του δειλινού,
σαν τα ερπετά τρυπώνουν στα νυχτολούλουδα,
σκιάζοντας
τους ερωτευμένους.
Είμαι μάρτυρας των βημάτων
(στις κλίμακες),
καθώς φτάνουν στο τέλος
και αγναντεύουν τα κεριά
με το λίγο νερό στην καρδιά τους.
Είμαι μάρτυρας για τη βροχή,
εκείνη τη νύχτα
που σκαρφαλώνει στους εξώστες
γίνεται
κατοικητήριο για ψυχές,
από αρχαία όστρακα.
Είμαι μάρτυρας της άζυμης στιγμής,
που χορταίνει τη νύχτα
και τις ώρες του όρθρου
με τις δικές μου λέξεις.
Το περιβάλλον και ο κόσμος γύρω σου, είναι δική σου δημιουργία.
Για κάποιους είναι εύκολο να αλλάξουν τόπο, όμως δυσκολεύονται να αλλάξουν τους ανθρώπους.
Για άλλους είναι εύκολο να κάνουν καινούριες γνωριμίες, όμως είναι συναισθηματικά δεμένοι με τον τόπο τους.
Υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν να μείνουν πολύ καιρό σε έναν τόπο και οι συνεχείς αλλαγές είναι ο τρόπος ζωής τους.
Είναι και οι μοναχικοί άνθρωποι.
Οι κλειστοί, εσωστρεφείς άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για το περιβάλλον γύρω τους, ούτε θέλουν πολλές συναναστροφές με άλλους.
Πολλοί άνθρωποι, ανάλογα με την ηλικία, τις προτεραιότητες και τις υποχρεώσεις που έχουν βάλει, αλλάζουν τρόπο ζωής και ενδιαφέροντα και περιβάλλον και ανθρώπους γύρω τους.
Πολλές φορές αναθεωρούν πολλά από τις αρχικές τους σκέψεις.
Δεν έχει καμία απολύτως σημασία ο τόπος που ζεις, ούτε ποιοι άνθρωποι είναι γύρω σου, ούτε πόσες φορές θα άλλαξες τις ιδέες σου.
Ειλικρινής με τον εαυτό σου και με τους άλλους να είσαι, για να είναι ειλικρινής ο εαυτός σου και οι άλλοι με εσένα.
Κόσμε, να επιλέγεις συνετά!
δεν μετράμε μόνο τα κρούσματα
θρηνούμε τα θύματα.
θυμόμαστε κι ευγνωμονούμε
τους αγγέλους εκείνους
που δώσανε και δίνουν
σ’ όλα τα μέτωπα της γης
τη δύσκολη μάχη
στην πρώτη γραμμή.
δίνουμε τελικές
στο πανεπιστήμιο αξιών‧
ξεχνάμε τις μικρότητες
ανασκουμπωνόμαστε
γινόμαστε καλύτεροι ‧
γινόμαστε Άνθρωποι.
για την απιστία
που ράγισε τον καθρέφτη
της ομορφιάς του
που άνοιγε τα φτερά της
σ'ένα άγριο ροζ τριαντάφυλλο
που έσμιγε με το γέλιο της άνοιξης
στο πρωινό πλανεμα του ήλιου
τί θα πεις στον εαυτό σου
όταν σε ρωτά
με τη φωνή της συνείδησης τα βράδια
καθώς στα σεντόνια της αμαρτίας
βουτας τη ψυχή σου
στη φλεγόμενη κόλαση.
1 σχόλιο:
Στην ξηρασία ιδεών, ηθών και εθίμων λογοτεχνική ΟΑΣΗ η σελίδα σου Δημήτρη. Με το ίδιο μεράκι και την αγάπη που σε διέπει, συνέχισε. Εμείς ακολουθούμε εύγε!
Δημοσίευση σχολίου