χειμερινής πρωίας.
Η μέρα κατεβαίνει τα σκαλιά της Αγίου Νικολάου
με ένα πλαστικό ποτήρι καφέ.
Την είδα πριν λίγο στον καθρέφτη μου
να ρίχνει στ’ όνειρο νερό
να σκουπίζει το ξύπνημα από το είδωλό μου.
Την οδήγησα, έπειτα, στο σαλόνι
τοποθέτησα στο ένα χέρι της το σημειωματάριο
(δώρο αγαπημένου φίλου περασμένων εποχών)
στο άλλο χέρι της ένα μολύβι αχνής συγγραφής.
Της έδωσα το κεφάλι μου
ξεκίνησε να σκέφτεται σαν εγώ
κοίταζε με τα μάτια μου
άκουγε με τ’ αυτιά μου
έγραφε με τις λέξεις μου.
Ζήλεψα. Δεν ήμουν πια μοναδική όπως νόμιζα.
Το ποίημά μου μπορούσε να το γράψει οποιοσδήποτε.
Κατάπια τα ένσικτά μου προτού με καταπιούν εκείνα.
Η μέρα ανέβαινε τη σκάλα του εγώ μου.
Γινόταν μια φορά το αντίστροφο.
Τι ανακούφιση! Επιτέλους, μπορώ να κοιμηθώ
χωρίς τον ήλιο μου. Χειμωνιάζει νωρίτερα τα βράδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου