ΑΥΠΝΟΙ
Όταν ξαπλώσαμε πρώτη φορά μαζί
κανείς δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι δυστυχώς.
Κάθε που βάραιναν τα βλέφαρα
ο ένας σκούνταγε τον άλλο
και τον ρωτούσε αν είναι ακόμα ζωντανός.
Είχαμε φοβηθεί καθώς,
ότι αγαπούσαμε σκοτώναμε συνήθως.
Και έτσι κοιμάται ,
ο ένας απ’τον άλλο χωριστά.
κανείς δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι δυστυχώς.
Κάθε που βάραιναν τα βλέφαρα
ο ένας σκούνταγε τον άλλο
και τον ρωτούσε αν είναι ακόμα ζωντανός.
Είχαμε φοβηθεί καθώς,
ότι αγαπούσαμε σκοτώναμε συνήθως.
Και έτσι κοιμάται ,
ο ένας απ’τον άλλο χωριστά.
ΚΑΤΙ ΕΙΧΑΝ Τ’ ΑΣΤΡΑ
Σε άλλο χάρτη χαραγμένες οι φοβίες,
ο λόγος μου,
ο κούφιος δρόμος χαραγμένος στην παλάμη μου.
Που ενάντια στην άπληστη μου φαντασία
είχε θαμένα κάτω
απ΄τον ρυτιδιασμένο κόσμο
τα κομμάτια μου,
όσο αδιάκοπα ενοχλούσαν
για μια απάντηση,
που μόνο άρνηση είχε να μου προσφέρει.
Ανόητος.
Καθώς τις πιο ωραίες χθεσινές μου νύχτες
τις ξόδεψα σε κάποια αναμονή.
Δεν ήρθε…
Δεν ήρθα ούτε εγω μαζί σας.
Ούτε μου τραγουδήσαν οι σειρήνες.
Βέβαια δεν ήθελα και κάπου αλλού να πάω
και δεν ευχήθηκα για άλλο προορισμό.
Προφανώς…
κάτι είχαν τ’αστρα,
που σε ένα κόσμο ολόκληρο
άλλος κανείς δεν είχε να μου δώσει.
ΔΥΣΗ
στο σώμα μου ακόμα εκείνη η αίσθηση,
οι τριγμοί του κελιού,
η ουσία που ζηλεύαμε
στο σκυθρωπό βασίλεμα της δύσης.
Δειλά ανοιγόκλεινε ο παράδεισος.
Tα χρώματα,
η κατοχή μιας ανάσας στα στήθια μου
φυλαγμένη, βαριά σαν αλήθεια.
Λόγια που σάπιζαν στην άκρη των χειλιών
φυλλορροούσαν, άνθιζαν, πεθαίναν.
Γράμματα ξεχασμένα, φωτιά,
όλο ελπίδες να γυρεύω στους καπνούς
και στάχτες.
παιδικά χαμόγελα, αφέλεια,
περιστροφές στον παράξενο αυτό κύκλο
συνεχείς,
εγώ… εσύ!
αισθήματα.
Ντύνει η σιωπή μου το χαμόγελο,
γλυστράει, πέφτει, σπάει.
Εγώ.
Η μοναξιά, η θλίψη, το σύμπαν μου.
Το σκυθρωπό βασίλεμα της δύσης
ΆΝΕΥ ΟΥΣΙΑΣ
αιώνια, κλείνει την φυγή σε ελπίδας στεγανά
περιπλανώμενες ψυχές χαμένες στα ερέβη
φεγγίτες οσα ονείρα κρατάμε ζωντανά.
κρέμαγε στη συνήθεια φθαρμένα φυλαχτά
προσχηματά, πρίν να χαθεί το τελευταίο αστέρι
από τα μάτια, αφέθηκα σε δάκρυα πνιχτά
με τα ωραία πέπλα της που άπλωνε μυστικά
στους θλιβερούς καθρέφτες μας, μια νιότη γερασμένη
μας γέλαγε σαν χάνονταν στη δύση οριστικά.
ΑΣΦΥΞΙΑ
της χαμένης μας της ύπαρξης,
μελάνι έγινε που φύλλα μουτζουρώνει.
μην γίνουν ευδιάκριτοι οι φόβοι.
Τίποτα!
Ως το πρωί θα με έχει καταπιεί
ξανά το φως.
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ούτως η άλλως λίγοι αυτοί που θέλαν να ακούσουν.
κράτα μακριά τον θόρυβο της γης
και δάκρυσε μπροστά στον ψίθυρο μου.
έσπαγε το αύριο το γυάλινο,
θα ένιωθες τρόπους που τα τόσα θρύψαλα
σχημάτισαν πάλι το ανεκπλήρωτο.
προφορά,
να αποκτούν και εκείνα μια υπόσταση
έξω απ΄την ασφυξία της λογικής μου.
Απλά βαρέθηκα…
(νομίζω βέβαια στο έχω ξαναπεί).
λες και εκβιάζοντας το φως απ΄τις στιγμές
θα μένουν ζωντανές να με σκεπάζουν.
μάταια περιμένοντας να ανθίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου