η όρασή μας δεν είναι παρά
μια ανεστραμμένη θάλασσα, όταν
τόσο ελαφριοί θα ανυψωνόμαστε
σε σκοτεινή μεσοωκεάνια ράχη.
Γαλήνια ότι αγαπήσαμε θα κολυμπά
φορώντας έναν καινούριο ουρανό
κεντημένο με σύννεφα κοράλλια
που ένας τον άλλον χτυπούσαμε,
βότσαλα θα φαντάζουν σταλάζοντας
από αμφιβληστροειδείς πληγές,
κυκλικοί σχηματισμοί σε χορό
γύρω απ’ τη μαβιά μας αύρα
που θα σβήνει… όλο θα σβήνει
την άφιξή τους δεν περίμενα,
με τα φτερά τους κόκκινα του πόθου
να τσιμπολογούν τη στέγη μου
στα βράχια τα τραχιά τους σπόρους
όταν ο άνεμος σε χώμα τους υγραίνει,
την κόλαση έτσι γλυκά όπως καίει; -
τα γιασεμιά, τα ρόδα τους, τα κρίνα
και στο λαιμό μια κόκκινη κραυγή
χαράξανε στον έρωτα ταγμένα
αφήνοντάς με πέτρα που την χαϊδεύει
το γερασμένο ανέμισμα της μνήμης
κάποτε να λέω, απλά, πως έφυγαν
λες και ποτέ δεν τα λαχτάρισα να ‘ρθούν
Θα μασούσαμε μαζί πικραμύγδαλο
σε παράθυρο ανοικτό στο πέλαγο.
Γιατί περιμέναμε να χιονίζει γιορτές
με τους ανέμους ν' αποκοιμιούνται,
κρεμασμένοι απ' το κατάρτι
δίπλα στο παγωμένο του βορά φιλί
Ξέρεις, μου υπαγόρευαν έτσι
να σε φωνάζω, εξόριστοι άγγελοι
κι ας έσπαζαν τα κύματα
τρεις συλλαβές το όνομά σου
- να σε προφέρω εύκολα πιότερο
Α - γα - πη, ήταν,
έπρεπε ν' αρκεί
αφού υπέγραψα Άνθρωπος
Κλείδωσε τώρα καρδιά μου
καθώς σαλπάρω να μην πικρίζω
τη θαλασσογερμένη ελπίδα.
Ο Ποσειδώνας γιορτάζει γυμνός
χωρίς πυξίδες και αστρολάβους
πάντοτε στις τρικυμίες
Aπολογισμός
από φωνές των αηδονιών να ξεδιψάσεις
με τη θηλιά στα χέρια σου πλεγμένη
σ’ αλλοτινού καλοκαιριού άσπρο λαιμό
κι αφού τόσο αρκετό φαινότανε το λίγο,
το προεόρτιο ενός μέλλοντος διδύμου
μες του Ναρκίσσου κρυστάλλινη πηγή
για πες μου, τώρα
εσύ, που γιασεμιών αρώματα
συμπύκνωνες σ’ ανάσα πέτρα
ποιος απ’ τους παιδεμούς απέμεινε
μες το κορμί σου φλέβα να κυλά,
ούτε ένας στίχος, μια μουσική
- βρε, αδερφέ! μια, έστω, φωνή –
μήτε ένα χέρι τη θηλιά να σφίξει
το καλοκαίρι που μαράθηκε
ένα πρωί του Μάη να σβήσει
Χαμόγελο φεγγάρι
του αγεριού και μιας ομίχλης το λευκό
- το δέσιμο μαλλιών Της, χιονιά κορδέλα
γυρεύοντας τα σκορπισμένα χέρια μου
κει στου ψηλού καιρού το τάμα άναμμα
ανάσα μακριά απ’ το Βιβλικό χαμόγελό Της
Κι ενώ βαθιά απ’ το όνειρο γεννιόμουν
στάλες πορφυρογέννητων ήλιων, πυρήνες
στράγγιζε εμένα - έναν μετά τον άλλον
Πώς αλλιώς θα μπορούσα να φυτρώσω, λέει
στην πλάτη Της, εγώ, αξόδευτος χρόνος
σπόρος μέχρι την ώριμη καρδιά, σιωπή
Αχ, τόσο απλά αύριο θα κοιτάζουμε
έναν Απρίλη μακριά μας να καλπάζει
μ’ αγκάθινα πλεγμένο ένα χαμόγελο φεγγάρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου