εκεί που τα χέρια τρέμουν απ’ το κοντανάσαιμα τ’ ουρανού
και τα σύννεφα είναι λεχώνες με στήθη πρησμένα δάκρυα.
Το χώμα σκαρώνει χρυσομαλλούσες κόρες,
να θυμίζουν τα φωτερά κεφαλάκια τους
τον Ήλιο που σπάνια καταδέχεται να ξεπροβάλλει.
να ξαποστάσω.
Εκείνον που ο Οδυσσέας είχε για πόντιουμ
όταν μιλούσε στον ωκεανό κι έπειθε τις εφτά θάλασσες
ότι θα μείνουν για πάντα αλησμόνητες
μέσα στα πελαγίσια μάτια του.
το βροχόνερο της άλλης πατρίδας.
Μούσκεψε κι ο νους απ’ τις ρανίδες
που ξεμυτίζουν πάντα απρόσμενα
μέσα απ’ των σκαιών σύννεφων τα σπλάχνα˙
τι θες και τα σκαλίζεις;
Μονάχα αναφιλητό κι αλλοφροσύνη θα’ βρεις.
Να στρέφεις πάντα την πυξίδα σου στα νότια,
σε κλίμα Μεσογειακό.
Εκεί πάντα θα υπάρχει
ένας ανεμόμυλος να σε περιμένει,
ιστίο ασιδέρωτο, απλωμένο στην ελευθερία
των επάλξεων,
τσιτωμένο από τον Μπάτη που φυσάει
την ωραία του τόλμη να ταξιδεύει μονάχο του
σ’ άγνωστα μονοπάτια που θα το βγάλουν
σ’ έναν Σάντζο Πάντζα ή σ’ ένα Φιλοκτήτη˙
να σέβεσαι πάντα τους πιστούς ουραγούς των ηρώων.
Υποβαστούν διπλά τον κόσμο της Μεσόγειου
μες στα στιβαρά τους όνειρα,
μες στην ευπιστία του αγώνα.
Χωρίς εκείνους άραγε η θάλασσα θα ήτανε δικιά μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου