οι γονείς που απέκτησαν ανάγκες δεκανίκια
θυμίζουν ανελέητα τα τριάντα ορφανά χρόνια μου
που ξεπαγιάζουνε γυμνά έξω απ’ την πόρτα.
Οι υπάλληλοι στα μαγαζιά μ’ αποκαλούν κυρία
το ίδιο και τα παιδιά στον δρόμο όταν περνώ.
σέρνουν καροτσάκια, ζουν συντροφικά
επιμελώς οικογενειακά
αφελώς μεγαλοαστικά
Άραγε στον χρόνο τους χωρά η αναπόληση
με τα ταξίδια της;
Κι εγώ να νιώθω μέσα μου
σαν το παιδί που ήμουνα στα δώδεκα
αυτό που παίζει με τις κούκλες
χτενίζει το μέλλον
ταΐζει τα όνειρα
φασκιώνει τις ρέουσες μέρες της αθωότητας
μην εισχωρήσει απ’ τη σχισμή λαθραία η γνώση
και συγκαούνε πρώιμα μαζί της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου