Στην ψυχή μου δε βρίσκω ηρεμία
Με τρομάζει η κάθε κραυγή
Τούτα άδοξα, είκοσι χρόνια
Που τα πάντα σκεπάζει η σιγή
Σαν να βρίσκονται κάτω απ’ τα χιόνια
Παγωμένα μέσα στη γή
Η ψυχή μου λυγίζει από πόνο
Περπατώντας στην έρημη γη
Τα ΨΑΡΆ μου θυμίζεις χωριό μου
Την ανείπωτη εκείνη στιγμή
Αχ, στη θέση τους αλίμονο τώρα
κάποια άγρια, κάποια κραυγή
Είναι αυτή που κάνει το νόμο
Των θηρίων που ουρλιάζουν μαζί
Στα σοκάκια, στον κάθε σου δρόμο
που ληστές με τη μαύρη ψυχή
Ξεγυμνώσανε ακόμα κι εσένα
Ω, Αγία μου Συ Παρασκευή.
Αγναντεύω τα έρημα σπίτια
Που φωνή δεν ακούω καμιά
Και σαν έρχεται η μαύρη η νύχτα
Που η μακάβρια όψη χτυπά
Την ψυχή μου που γέρνει λιωμένη
Μ’ αγωνία να ακούσει λαλιά
Μα του κάκου φωνή δεν ακούει
Όπως κάποτε εκεί στην καρυά
Πέφτει τότε βαριά πληγωμένη
Ηρεμία δε βρίσκει καμιά
Kι όλο σκέπτεται τα χρόνια εκείνα
Π’ αντηχούσε το γλέντι, η χαρά
Ενώ τώρα μια κουκουβάγια
Μες τη νύχτα τον τρόμο σκορπά.
Μα εγώ ποτέ δεν πεθαίνω
Σαν αυτοί δεν είμαι θνητός
Από σένα χωριό μου ανασαίνω
Με τα νιάτα για σένα φρουρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου