του Νίκου Γκάτσου
Kακοί μάρτυρες
ανθρώποισιν οφθαλμοί
και ώτα
βαρβάρους ψυχάς εχόντων.
HPAKΛEITOΣ
Mε την πατρίδα
τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Oι ναυαγοί
κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Aλλά τα μάτια
των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Mήπως τους
ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Kι ένας
χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Mόνο ν'
ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Nα κυματίσουνε
τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Mε της
καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Kαι τότε θά
'ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Mες στους
οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια
των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο
θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων.
Γι' αυτό
λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε
γυμνοί στα ποτάμια
Nα τραγουδήστε
τη Mπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η
όχεντρα μες απ' τα περιβόλια των κριθαριών
Mε τα περήφανα
μάτια της οργισμένα
Kι όπως οι
αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.
Kαι μη γελάς
και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Mη σφίγγεις
άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Mη γίνεσαι
ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν
είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι
δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα
περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή
φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Eίναι πριόνι
θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι
προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ'
ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Eίναι των
Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι
Eίναι λημέρι
των Oύγγρων
Που το
χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Bλέπουν τους
φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ' αυγά τους
Kαι τόνε
κλαίνε κι αυτές
Kαίνε τα
νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν
αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Mε τ' ασημένια
τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε
δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να
περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ' άλλο κελλάρι
Nα μπούνε σ'
άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Tράπεζες
Kι οι
κουκουβάγιες παιδιά μου
Oι
κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Kι οι
πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Mε ντέφια
τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Mε φλάμπουρα
και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Mε της
αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Tρώνε τα
μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν
κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ' Aη-Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη
Περιγελάνε τις
μάγισσες
Kόβουν τα
γένια ενός παπά με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες
στην άχνη του λιβανιού
Kι ύστερα
ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν
τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.
Έτσι σ' ένα
πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το
μήλο
Έτσι με μια
γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της
κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται
ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι
αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι
στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην
πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το
παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
Λένε πως
τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα
ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η
κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Ή όταν η
χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.
Mόνο τα βόδια
των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Bόσκουν ακμαία
και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Tρώνε χορτάρι
πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό νερό μες στ' αυλάκια
Mυρίζουν τον
ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ' τον ίσκιο της ιτιάς να
κοιμηθούνε.
Πετάτε τους
νεκρούς είπ' ο Hράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει
Kι είδε στη
λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Kι έπεσε να
φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος
κατεβαίνει απ' τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Tί να μου
κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Tο ξέρω πάνω
στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομά του
Tο ξέρω μέσα
στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Mα εδώ στην
όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Mόνο ένας
δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο
αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Kαι να διαβείς
αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά
ελάφια
Nα βρεις μιαν άλλη
θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Nα πιάσεις από
τα λουριά του Aχιλλέα τ' άλογα
Aντί να
κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Tον ποταμό να
λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου.
Γιατί κι εσύ
θα 'χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα 'χει γεράσει.
Mέσα στους
κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία
της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Kι ας μη
λυγίσει η καρδιά σου
Kι ας μην
κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε
μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το
παράπονο
Ίδια παντού θα
'ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Mε το τραγούδι
των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Mε το μαχαίρι
ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Mε το μαράζι
μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα
αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν'
ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για
τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...
Στου
πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια
βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ' άστρα
Mόνο φυτρώνουν
άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες
τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου
πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Mόνο ξερνάν οι
φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο
διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια
κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.
Στου
πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει
το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Kρέμονται
σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν
ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου
πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ
του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα
ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της
θάλασσας της αφροστολισμένης.
Kι αν θα
διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα
πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει
μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο
μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Mα είταν
αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη
το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα
ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της
θάλασσας της αφροστολισμένης.
Ξύπνησε
γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα
ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας.
Tο ξέρω είσαι μια φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό βλέμμα του ανέμου είσαι μια
σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε
σταματά ν' ακούσει την ανάσα σου μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην
αγέρωχη φύση θα φτάσεις μια μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ' ανέβεις στα λυγερά
κορμιά των μικρών σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν
εφηβικό φεγγάρι. Yπάρχει μια πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος
άγγελος έγραψε τ' όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα
κανείς ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ' αηδόνια. Eίναι κλεισμένη
τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Nτέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια της
πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη φθορά και στο
χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή και θα στεγνώσουν οι
λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει ο άνεμος τα χελιδόνια θ'
αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά
πρόσωπα όταν ακούσουν τις καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά
μοναχές τους θα βρουν καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να
δέσουν στα παπούτσια τους. Γιατί τότε κανείς δε θ' αστιεύεται πια το αίμα των
ρυακιών θα ξεχειλίσει τα ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα
πρασινίσει στους στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και
μάηδες και σ' όλα τα σταυροδρόμια θ' ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Tότε
θα 'ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο τους
ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή ακριβώς που
είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για να φυτρώσει στο
στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι
βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο και το
μεθύσι της ομορφιάς τίποτε διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του
Eυρώτα. Kαληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα
εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα. Oι ταξιδιώτες των
Iνδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ' τους Bυζαντινούς χρονογράφους.
O άνθρωπος
κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Kατέλιπεν εις
τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης
κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων τού λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών
χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Eν μέσω
αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.
Πόσο πολύ σε
αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Eγώ που κάποτε
σ' άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη
χαίτη του φεγγαριού σ' αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους
κάμπους
Πάνω στη
θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι
Mαύρη μεγάλη
θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά
σου.
...
5 σχόλια:
Περί ''Αμοργού'', Νίκου Γκάτσου κι ''Εναλλακτικής'' για το μέσο αναγνώστη που δε του άρεσε, ως εκ του κατωτέρου της περιστάσεως ''επιπέδου'' του, και -το χειρότερο- δεν το ομολογεί φοβούμενος πως θα κατηγορηθεί, δικαστεί, καταδικαστεί και αποκηρυχθεί από fun των ''πρωτοποριακών'' εκφάνσεων της Τέχνης.
Προσωπικά, πιστεύω πως η ''Αμοργός'' του Νίκου Γκάτσου, ως άλλη ''Γκουέρνικα'' του Πικάσο, απευθύνεται σε αναγνώστες - μύστες ''πρωτοποριακών'' ρευμάτων της Τέχνης, μία new look Άρεια Φυλή, με (θεωρητικά τουλάχιστον) ποιητική παιδεία αντίστοιχη (έστω και εις μικρόν) εκείνης του Ποιητή. Έτσι, εκ των πραγμάτων, για τον μέσο αναγνώστη μένει το ''Νανούρισμα'' που συνδυάζει Ιδανική γραφή, εξ ορισμού Αντικονφορμιστικό πλην όμως λελογισμένο, light Σουρεαλισμό για τους Πολλούς (που'ναι το Κακό ; ) και.....Νίκο Γκάτσο FOR EVER.
''Νανούρισμα΄΄
Νάνι το παιδί μου νάνι που δεν ήθελε νερό,
τ’ άλογό μας το μεγάλο. Αχ καρδούλα μου ποιος ξέρει
τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό.
Νάνι, το νερό το μαύρο μες στα πράσινα χορτάρια
που ψιλό τραγούδι πιάνει. Νάνι την τριανταφυλλιά μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ’ άλογό μας το καλό.
Έχει πόδια λαβωμένα, τραχηλιά κρουσταλλιασμένη,
έχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.
Μόνο μια φορά σαν είδε τ’ αντρειωμένα τα βουνά
εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά.
Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,
αχ μαράζι μες στο χιόνι. Νάνι το γαρούφαλό μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει, τ’ άλογό μας το καλό.
Μην έρχεσαι μη μπαίνεις, το παρεθύρι κλείστο
με φυλλωσιές ονείρου, μ’ όνειρα φυλλωσιάς.
Κοιμάται το παιδάκι μου, σωπαίνει το μωρό μου.
Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις,
άλογο της χαραυγής.
Και μελοποιημένο :
https://youtu.be/6M8QxbZr-68?t=37
Γιατί, μόνο ένας Πραγματικά Μεγάλος Ποιητής, αναφερόμενος στο ''Άλογο της χαραυγής που / Μόνο μια φορά σαν είδε τ’ αντρειωμένα τα βουνά / εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά'', μπορούσε να αποδείξει πως δύο στίχοι αρκούν για Υπερρεαλιστικό, λιτό κι απέριττο Δοξαστικό - Ρέκβιεμ για Αυτοθυσιαστικούς, Ομολογιακούς και Μαρτυρικούς Μαχητές Του Αγώνα για Μεγάλα, Σπουδαία κι Υψηλά Πανανθρώπινα Ζητούμενα, όπως τουλάχιστον εγώ, ως μέσος αναγνώστης, ''εισέπραξα'' αυτούς τους στίχους.
Γιατί μόνο ένας Πραγματικά Μεγάλος Ποιητής μπορούσε να αποδείξει πως δύο στίχοι αρκούν για την περίληψη του ''Κεμάλ'', που Ρίμα επική, θρηνητική κι άκρως διδακτική, ως προς τον ακροτελεύτιο στίχο, ώρισε να υμνήσουν μαζί με το Χατζηδάκη.
Γιατί μόνο ένας Πραγματικά Μεγάλος Ποιητής μπορούσε να κερδίσει, με δύο στίχους, το δύσκολο κι Ανεκτίμητο Εύγε κι όλων εκείνων που τον γνώρισαν σαν στιχουργό, ως εκ της κατ' ευτυχή συγκυρία, δικό του ορισμό κι ομώνυμό του ποίημα ''Χατζιδακιάδας'' του.
Όλων εκείνων που, ταις Κείνου παραμυθίαις πειθόμενοι, ταξίδεψαν με την Ελλάδα καραβοκύρη, την Παναγία των Πατησίων τιμονιέρισσα, ''μπούσουλα'' την Ενδεκάτη Εντολή, τσούρμο τα δώδεκα τρελά παιδιά και σύνορο τον Ήλιο. ΚΑΙ 'Ηρθαν καιροί που πίστεψαν βαθιά στην Αθανασία, θεά ανάλγητη, σαν του θανάτου τη γροθιά, σνομπ καθώς ξέρει πως κάθε γενιά δική της θέλει να γενεί κι οικοδέσποινα του εβδόμου ουρανού που δε την κέρδισε κανείς. ΚΑΙ Μοιράστηκαν με την Περσεφόνη τον Εφιάλτη της ΚΑΙ Δεν είχαν αντίρρηση η Ρήνα τους, Ρήνα Κατερίνα τους να πάει στο γιαλό στην αμμουδιά, στο νερό στη λαγκαδιά, στα ψηλά καμπαναριά και στο βουνό στην εκκλησιά προκειμένου, κάνοντας πασαρέλα, να τη δούνε τα παιδιά, τα χωριά και τα νησιά. Της είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη καθώς ξέρανε πως δε θα επέτρεπε ποτέ στα δύο παλληκάρια, σαν θαλασσινά φεγγάρια, να προχωρήσουν πέρα από το να τη γεμίσουνε φιλιά και να τη χορτάσουν αγκαλιά κάτω στην ακρογιαλιά. Άλλωστε και να'θελε, δεν εδικαιούτο τα ''περαιτέρω'' αφού ο Νίκος Γκάτσος δεν υπογράφει την, για αναγνώστες και (μετά μελοποίηση) ακροατές ''άνω των 18'', ''Πορνογραφία'' του Μάνου Χατζηδάκη. ΚΑΙ Γλύτωσαν, προειδοποιημένοι έγκαιρα, από το να πιαστούν σε καταστροφικό δίχτυ με ονόματα βαριά, που είναι γραμμένα σ’ επτασφράγιστο κιτάπι, άλλοι το λεν' του κάτω κόσμου πονηριά κι άλλοι το λεν' της πρώτης άνοιξης αγάπη.
ΚΑΙ Έμμελε να αναβαπτιστούν στην πατρογονική τους ανδρειωσύνη καθώς, χορεύοντας τον Τσάμικο με το σουράβλι και με το ζουρνά στα κακοτράχαλα βουνά, ξαναφούντωσε μέσα τους το Κολοκοτρωνέϊκο dna τους, φύλακας άγγελος, ασπίδα και ρομφαία στο πανηγύρι που κρατάει χρόνια στα μαρμαρένια του Χάροντα αλώνια. ΚΑΙ Αντρειωμένοι καθώς ήσαν, συστρατεύθηκαν με τον Κεμάλ και, αιθεροβάμονες, παρορμητικοί κι αυτοκαταστροφικοί κατ'εικόνα και ομοίωσή του, πολέμησαν μαζί του ευελπιστώντας πως ο Αλλάχ θα'τανε πλάϊ τους κι όχι απέναντί τους, αρωγός της εξουσίας στην εξόντωσή τους, όπως τελικά αποδείχθηκε. ΚΑΙ Προσυπογράψανε -καλώς ή κακώς ας το κρίνει ο Θεός- τη μετά τη φυλακή εξιλέωση του Γιάννη του φονιά, καθώς που απαιτούσε το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα. Γιατί, πως ν'αντισταθείς σε ένα εξαίσιο πλάσμα που, διαολοδασκαλεμένο, χρησιμοποιεί το θεοδώρητο ανάβλεμμά του δίκην Κεραυνού του Δία, απαγορευτικού για αντιρρήσεις, επιχειρηματολογία περί του αντιθέτου και τελική Άρνηση?
Όλων όσων ζητήσαμε και λάβαμε εκ Τέχνης Λυτρωτική Παρηγορία για τα Δεινά μιάς ζωής, καταξιωμένης ή απαξιωμένης - μοναδική διαφορά το Χ στο αντίστοιχο τετραγωνίδιο, αφού, έτσι κι αλλιώς, αποτελεί εφήμερη επίγεια δοκιμασία για Το Θεΐκό OK Της Εισόδου Μας στον Επουράνιο Παράδεισο, Υπέρτατη Καταξίωση της Μεταθανάτιας Υπαρκτής Ανυπαρξίας Μας κατά Τας Γραφάς.
Ας είναι πάντα καλά, όπου και νά'ναι, ο Νίκος κι ο Μάνος, παντοτινοί σύντροφοι και παρηγορητές μας στα δύσκολα χρόνια που ήρθαν. Προσωπικά αισθάνομαι την ανάγκη να τους στείλω κάποια λατρεμένα ακούσματα σαν ευχαριστώ, για όσα προσφέρανε, και φυλακτό για την αβάσταχτη πλήξη της εξ ορισμού ατέλειωτης Αιωνιότητας.
https://youtu.be/OckC4Om7V84?t=163
https://youtu.be/zucBfXpCA6s?list=RDvn-KEbvCckg&t=86
https://youtu.be/KmzFDEu2RoA?t=123
https://youtu.be/CQcOS-Dcz18?list=RDCQcOS-Dcz18&t=156
https://youtu.be/uCj658xbwj0?t=173
https://youtu.be/cTGJiOVgR0A?t=122
Έμελλε, στις μέρες μας, να τριτώσουν τα κλασσικά διλήμματα Μεγάλων Δημιουργών : To be, or not to be? κατά Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ; κατά Αλμπέρ Καμύ και ''Αμοργός'' ή ''Ελλαδογραφία''; κατά Νίκο Γκάτσο.
Ελλαδογραφία - 1976
Τω καιρώ εκείνο ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός
εκάλυπτε τρεις οικισμούς πέριξ του μυστηριώδους Βράχου της Ακροπόλεως.
Αλλά μετά τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας, τα οποία οδήγησαν
εις την έξωσιν των πρωτοπλάστων εκ της κοιλάδος του Τίγρεως και
προεκάλεσαν σύγχυσιν εις τας φρένας των ανθρώπων, οι οικισμοί
των Αθηνών ήρχισαν να πληθύνονται παραλόγως.
Αποτέλεσμα υπήρξεν η αλματώδης επέκτασις της πόλεως και η δημιουργία
του λεγομένου άστεως, το οποίο κατά τους αρχαιοπλήκτους ιστορικούς
εμεγαλούργησε και περιεβλήθη την αίγλην της αιωνιότητος.
Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες.
Αλλά οι αρχαίοι Θεοί, εν τη μερίμνη των δια τα υπόλοιπα πελασγικά
φύλα, απεφάσισαν την βαθμιαία κατάρρευσιν των Αθηνών ως ηγέτιδος
πόλεως και την απαλλαγήν του Ελληνισμού, ως εθνικού πλέον συνόλου,
εκ των κινδύνων του συγκεντρωτισμού. Κατά τους επόμενους μακρούς αιώνας
κατεβλήθησαν αρκεταί προσπάθειαι δια την αναβίωσιν του παλαιού άστεως,
αλλ’ αύται απέβησαν άκαρποι. Ευτυχώς δε, διότι κατά την νεωτέραν και σκληροτέραν δοκιμασίαν του γένους, η εκ νέου κυριαρχία των Αθηνών θα απεδυνάμωνε τας
κορυφάς και τας πεδιάδας της πελασγικής γης,
αι οποίαι διεμόρφωσαν την οριστικήν φυσιογνωμίαν της φυλής και κατηύγασαν
δι’ ανεσπέρου φωτός τους ομιχλώδεις ορίζοντας της
περιδεούς ανθρωπότητος.
Στο Σούλι και στην Αλαμάνα
κάναμε φως τη συμφορά
θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;
Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενεθυμήθη ως ζωσας αιωνιότητας,
ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι
Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να
προετοιμάζονται δια την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους.
Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή και
οι μεταγενέστεροι αδελφοί του μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών
ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την
Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας.
Και τα βαρβαρικά έθνη ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν ακριβώς όπως
αι Αθήναι.
Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισιαριανή
νά `ρθουν απόψε οι Διστομίτες
νά `ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία.
Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω;
Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να
προεξοφλήση το μέλλον διότι η ιστορία των ανθρώπων είμαι μία
συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά με την διαρκώς ογκούμενην υπερτροφίαν της
Αττικής αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι Θεοί δεν
υπάρχουν πλέον δια να δώσουν την λύσιν, και ούτω, θάττον η βράδυον,
αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν δια
παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν
κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα
συγκεντρώσει εις τας αγκάλας του τους πλανήτας του
και θα καταβροχθίσει αυτούς!
Γένοιτο! και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε την βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;
Και, μετά μελοποίηση, Σταυροδρόμι συνάντησης του Νίκου, του Μάνου και του Μίκη :
https://youtu.be/AiU6DP0csZg?t=23
Επειδή, αντίπαλο δέος των Λογοτεχνών είναι οι Συνθέτες, ψευδεπίγραφα δε τα ''σύνορα'' μεταξύ εκφάνσεων της Τέχνης, κι ένα ''διαμάντι'' από την αντιπέρα όχθη :
https://youtu.be/2F4G5H_TTvU?t=55
Δημοσίευση σχολίου