το βλέμμα σου πυρό φλογίζει,
το πάθος σου ηδονικά τυραννεί.
Η δύναμή σου ανάβει τα σπλάχνα μας.
Τα δεσμά σου ποιος ένοιωσε ηδονή
και μπόρεσε να σε λησμονήσει!
Μεθάς το φτωχό μας κορμί
και πλούσιο το δένεις σε ορμήν ακατάβλητη.
Τι κι' αν η ζωή μας πληρώνει τυραννική
τη γνώση, σκληρότατη ανταμοιβή;
Τι κι' αν η μοίρα μας είναι καταστροφή;
Η γοητεία σου μας έχει στυλώσει
σ' επιμονή τυραννισμένη, περήφανη.
Ω, η οδύνη της άκαμπτης υπεροψίας
στο χαλκόχρυσο του προσώπου σου!
Τι να την κάνουμε την υπομονή;
Μέθη μάς παρασέρνει με σένα που κρατάς
τη μορφή ωραιότατη και στη συντριβή σου
το βλέμμα λαμπρό.
Καίει φωτιά
η αχόρταστη, πιο πολύ μας σκληραίνει.
Πρόσωπο της δοκιμασίας μας,
τ' αστραφτερά σου μάτια κι' αν δεν έχουν
της αφθαρσίας το φως, μας ξεσηκώνουν
σε δυνάμεις ανταρσίας που ξεπληρώνουν
την ύπαρξή μας, ανθρώπινη.
Πόσες φορές την εμορφιά σου
προσπάθησα ν' αποσπάσω από μέσα μου
κι' ατόνησα, άγγελε αποδιωγμένε
απ' το αιώνιο πνεύμα. Με φόβο
σ' ατένισα κι' επιθυμία,
να χορτάσω
περίμενα τη γέψη της ζωής,
απ' τη γνώση της αμαρτίας, ύστερα.
Από τη συλλογή Χαλκογραφίες και εικονίσματα (1952)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου