Η θάλασσα διψάει μυστικό νερό, μιλάει με φωνές
πνιγμένων, πλέει στην άβυσσο του ατέλειωτου καιρού
μ' ένα μεγάλο φέρετρο στη ράχη της από κρύσταλλο
μαργαριτάρι και σελήνη.
Κάθε Κυριακή ξεντύνεται τα ψάρια και βουλιάζει στον εαυτό της.
Η θάλασσα πεινάει ναυαγούς, με αρίφνητα νερένια χέρια
τους χαιρετά και τους καταβροχθίζει.
Συχνά όταν τραβιούνται τα νερά, εγκαταλείποντας ξεριζωμένα
φύκια και σπασμένα κουπιά, μας ξεγελάει συντριμμένη
ανάμεσα σε διαδοχικούς ροδόκηπους από κοράλλια νηνεμίας
και πίδακες πουλιών. Τότε όλα σαλεύουν,
λάμπουν και φλοισβίζουν στον ατλαζένιο κόρφο της.
Η θάλασσα ζυμώνει το θαλασσινό ψωμί μ' αλεύρι φεγγαρίσιο,
ταΐζει αστερισμούς αιμόφυρτους
γλάρους με αμάραντες φτερούγες.
Από τη συλλογή Τα παραλειπόμενα (1985) του Γιώργου Καφταντζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου