(Ποιητική σύνθεση - απόσπασμα)
Κάθε βράδυ, κάτω απ’ το μολυβένιο πορτραίτο σου
αγγέλου φτερά βάζω στους ώμους
και κινώ για τον άγνωστο πλανήτη «όνειρο»
με την ελπίδα να σε βρω, κάποτε
στον απέραντο γαλαξία του ύπνου.
Φυσάει ο αγέρας «καληνύχτα»
χτυπά το μάνταλο του «βιάσου»
μισεύω για τ’ αλαργινά, μήπως απόψε και σε βρω.
Κι όπως ανάσαιναν τα όνειρα μια νύχτα
σε είδα -λάμψη αστραπής, φλας αναμνήσεων
στη σκοτεινή κάμαρά μου–.
Στεκόσουν εκεί· σε μια στροφή του ονείρου
αχνή μολυβιά στο σύθαμπο
λουσμένη ρόδινα κοχύλια, –νωπές κηλίδες θύμησης-.
Όμορφη μέσα στους ατμούς του ονείρου
και να σ’ έχει ο χρόνος δικαιώσει.
Οι παλιές μας στιγμές, χάντρες στο λαιμό της ανάμνησης.
Η ανάσα μου, γιασεμί-σάλι στη γυμνή σάρκα σου.
Από κείνη την πρώτη νύχτα,
κάθε βράδυ, έρχεσαι όλο και πιο σιμά
μα δεν μπορώ να σε αγγίξω
–διάφανη και συνάμα ορατή.
Γύψινη μάσκα, νεκρική, χλωμή κι ανέκφραστη.
Ξάφνου, δεν είσαι κει, στο ρυάκι της πεθυμιάς·
χάνεσαι όπως ήρθες, άπιαστο όνειρο
νοσταλγία στο ψηλό ικρίωμα «του άγνωστου».
Άδικα τριγυρνώ παντού στο όνειρο, στις σκοτεινές κρυψώνες του
σε κάθε απόμερη γωνιά, ανασκαλεύοντας τα περασμένα.
Μάταια ψάχνω τους δαιδάλους
βαθιά του στο λαβύρινθο, μες στην ομίχλη και το θαμπό τοπίο.
Σε μυστικά περάσματα χάνω του ερχομού σου τα σημάδια.
Μα θα σε βρω, όπου κι αν πας
τρέχοντας ξέφρενα με τ’ άλογα του νου
σαλαγώντας τ’ όνειρο με τα γκέμια της χρείας
και τα σπιρούνια του «σ’ έχω ανάγκη».
Να, τώρα, πάνω στη φλούδα του ονείρου
ντυμένη το χιτώνα της λησμονιάς
αντίγραφο της λήθης, εκμαγείο μακρινής ανάμνησης·
γυάλινη, σχεδόν ανύπαρκτη, έτοιμη να δραπετεύσεις.
Παλιά, ξεθωριασμένη ζωγραφιά
μορφή στα χρώματα της σέπιας
λες, πένθιμων ψυχών, στα ρυάκια της θλίψης.
Κι εγώ να περιμένω, μάταια
εγκλωβισμένος στον πυρήνα του ονείρου
κι έξω να βλέπω την αλήθεια.
Όνειρο –γυαλί με τα δυο κάτοπτρα της πραγματικότητας
αβεβαιότητας καθρέφτης.
Κι αν ξυπνήσω, ξαφνικά
τα όνειρα που κάναμε, μαζί, κάποτε
θ’ ανεβαίνουν σαν παλιά ιδεώδη
και, με κάποιο τρόπο, η αίσθηση ότι όλα είναι καλύτερα.
Κενοί ορίζοντες, για μια νέα αρχή
αν και, πέρα από ’δώ, υπάρχει ένα νέο μέτωπο μάχης.
Από κάποιο άλλο όνειρο θα γεννηθεί η επόμενη ιστορία
στο ανατολικό περβάζι του μυαλού
κι εκεί θα πιούμε, οι δυο μας, καφέ και τσιγάρο.
Μονάχος, τώρα, στου νου το φαράγγι
να με μακιγιάρει, πάλι, με ώχρα η σελήνη
προτού ανοίξει, απόψε, η αυλαία του ονείρου·
στιλβωμένος ασήμι, να υποδυθώ το ρόλο μου
στο θέατρο του παραλόγου.
Νυστέρι, λεπίδα μαχαιριού το νιο φεγγάρι
μπηγμένη στο στήθος τ’ ουρανού, στης νύχτας το κουφάρι.
Αιθάλη παντού· ζαρώνω σε μια γωνιά
τυλιγμένος της μοναξιάς μου τα κουρέλια.
Στον γκρεμό που ανοίγεται μπρος μου
οι ανεκπλήρωτοι πόθοι μαβιά κυκλάμινα.
Κοιμάται η μοίρα μου απόψε, κι εγώ να φτερουγίζω στο κενό·
γεράκι που ελλοχεύει τη μορφή σου.
Υποκατάστατο ζωής το όνειρο, είδωλο της πραγματικότητας
πανάρχαιος διαμελισμός, ψυχής και νου.
Ιριδίζουσες αναλαμπές, που αναβλύζουν, ασίγαστα
στης νύχτας το τραύμα. Πλάνη και φρεναπάτη·
όνειρα που μας εκδικήθηκαν, καθώς ήταν ανέφικτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου