δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
................................................................................................................................................................
Στεργιανή ζάλη
Στὸ Νίκο Τουτουντζάκη
Ὁ λοστρόμος κρατᾶ μία καραβέλα,
μισῆ μποτίλια τζὶν καὶ δυὸ μιγάδες,
τὴ νύχτα μετοικοῦν οἱ Συμπληγάδες
στὰ μπὰρ τοῦ λιμανιοῦ καὶ στὰ μπορντέλα.
Πηχτὸ πούσι σκεπάζει τὰ καρνάγια.
West End - Thame's Street καὶ διπλὸς ἔρως.
Ἂς φυσᾶνε στὸ Πλάτα τὰ Παμπέρος,
ἂς ρολάρει τὸ κύμα στὴ Μπισκάγια.
Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.
Βαρέθηκαν οἱ ναῦτες τὸ τιμόνι,
τό ῾να μάτι σου γέρνει καὶ κοιμᾶται,
ἀγρυπνᾶ τὸ δεξὶ καὶ θυμᾶται
τὸ φανὸ ποὺ χτυπᾶ μὰ δὲ ζυγώνει.
Ὁ λοστρόμος ξυπνάει καὶ καταριέται
μία μιγάδα ποὺ κλαίει καὶ μία μποτίλια.
Ἀνοιχτὰ κάπου ἐννιὰ χιλιάδες μίλια
τὸ σκυλόψαρο προσμένει καὶ βαριέται.
..........................................................................................................................................................
Cambay's water
Στὸν Π.Π. Παναγιώτου
Φουντάραμε καραμοσάλι στὸ ποτάμι.
Εἶχε ὁ πιλότος μας τὸ κούτελο βαμμένο
«κι ἂν λείψεις χίλια χρόνια θὰ σὲ περιμένω»
ὡστόσο οἱ κάβοι σου σκληρύναν τὴν παλάμη.
Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού ῾ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.
Τὸ ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿ ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ῾βγω ἄλλη μέρα...»
Τὴ νύχτα σοῦ ῾πα στὸ καμπούνι μία ἱστορία,
τὴν ἴδια ποὺ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ λένε στὴ ράδα,
τὰ μάτια σου τὰ κυβερνοῦσε σοροκάδα
κι ὅλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο ἡ πορεία...»
Ξημέρωσε κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,
ἡ Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!...
Μ᾿ αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος
καὶ τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μᾶς περιμένουν στὸ Μπραζίλι.
Τὸ πρόσωπό σου θὰ τὸ μούσκεψε τὸ ἀγιάζι.
Ζεστὸν ἀγέρα κατεβάζει τὸ μπουγάζι
μὰ οὔτε φουστάνι στὴ στεριὰ κι οὔτε μαντήλι.
.....................................................................................................................................................
Ἀρμίδα
Στὸν Κώστα Βάρναλη
Τὸ πειρατικὸ τοῦ Captain Jimmy,
ποὺ μ᾿ αὐτὸ θὰ φύγετε καὶ σεῖς,
εἶναι φορτωμένο μὲ χασὶς
κ᾿ ἔχει τὰ φανάρια του στὴν πρύμη.
Μῆνες τώρα πού ῾χουμε κινήσει
καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ καιροῦ
ὅσο ποὺ νὰ πᾶμε στὸ Περοὺ
τὸ φορτίο θὰ τό ῾χουμε καπνίσει.
Πλέμε σὲ μία θάλασσα γιομάτη
μὲ λογῆς παράξενα φυτά,
ἕνα γέρος ἥλιος μᾶς κοιτᾶ
καὶ μᾶς κλείνει ποῦ καὶ ποῦ τὸ μάτι.
Μπουκαπόρτες ἄδειες σκοτεινές,
-ποῦ νὰ ξοδεύτηκαν τόνοι χίλιοι;
μᾶς προσμένουν πίπες ἀδειανὲς
καὶ τελωνοφύλακες στὸ Τσίλι.
Ξεχασμένο τ᾿ ἄστρο τοῦ Βορρᾶ,
οἱ ἄγκυρες στὸ πέλαγο χαμένες.
Πάνω στὶς σκαλιέρες σὲ σειρὰ
δώδεκα σειρῆνες κρεμασμένες.
Ἡ πλωριὰ Γοργόνα μία βραδιὰ
πήδησε στὸν πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστροῦσαν συνοδιὰ
τοῦ Κολόμβου οἱ πέντε κολασμένοι.
Κι ἔπειτα στὶς ξερές τοῦ Ἀκορᾶ
τσοῦρμο τ᾿ ἄγριο κύμα νὰ μᾶς βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρὰ
μὲ φτεροῦγες γλάρων στὸ κεφάλι.
............................................................................................
Black and White
Στὸν Μ. Καραγάτση
Τοῦ Ἄλμπορ τὸ φανάρι πότε θὰ φανεῖ;
Οἱ μαθήτριες σχολάσανε τοῦ ᾠδείου.
Φωτεινὲς ρεκλάμες τῆς ὁδοῦ Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σὲ κρατῶ
στὸν καιρὸν ἀπάνω του Σιρόκου.
Δούλευε τὸ φτυάρι, μαῦρε τοῦ Μαρόκου
ποὺ μασᾶς βοτάνια γιὰ τὸν πυρετό.
Φεμινά!... Χορὸς τῶν κεφαλῶν.
Κ᾿ οἱ Ναγκὸ χορεύουν στὴν Ἀσία.
Σὲ πειράζει -μοῦ ῾πες- ἡ ὑγρασία
κ᾿ ἡ παλιά σου ἀρρώστια τῆς Τουλών.
Τζίντζερ, ποὺ κοιτᾶς μὲ τὸ γυαλί,
τὸ φανάρι τοῦ Ἄλμπορ δὲν ἐφάνη.
Βλέπω στὸ Λονδίνο ἐγὼ τὴ Fanny
στὸ κρεβάτι σου ἄλλον νὰ φιλεῖ.
Κρέας ἁλατισμένο τοῦ κουτιοῦ.
Μύωπα καπετάνιο μου καὶ γέρο,
ἕνα μαγικὸ σκονάκι ξέρω
τέλειο γιὰ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ.
Ἄναψε στὴ γέφυρα τὸ φῶς.
Μέσα μου μιλεῖ ἕνας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης καὶ μεγάλος
μὰ γιομάτος πείρα καὶ σοφός.
Μέσα μου βαθιὲς ἀναπνοές.
Τοῦ Κολόμβου ξύπνησαν οἱ ναῦτες.
Ὅλες τὶς ρουκέτες τώρα κάφ᾿ τες
καὶ Marconi στεῖλε τὸ S.O.S.
..............................................................................................
Εσμελάλδα
Στὸ Γιῶργο Σεφέρη
Ὁλονυχτιὲς τὸν πότισες μὲ τὸ κρασὶ τοῦ Μίδα
κι ὁ φάρος τὸν ἐλίκνιζε μὲ τρεῖς ἀναλαμπές.
Δίπλα ὁ λοστρόμος μὲ μακριὰ πειρατικὴ πλεξίδα
κι ἀλάργα μας τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ Gabes.
Ἀπὰ στὸ γλυκοχάραμα σὲ φίλησε ὁ πνιγμένος
κι ὅταν ξυπνήσεις μὲ διπλὴ καμπάνα θὰ πνιγεῖς.
Στὸ κάθε χάδι κι ἕνας κόμπος φεύγει ματωμένος
ἀπ᾿ τὸ σημάδι τῆς παλιᾶς κινεζικῆς πληγῆς.
Ὁ παπαγάλος σοῦ ῾στειλε στερνὴ φορὰ τὸ «γειά σου»
κι ἀπάντησε ἀπ᾿ τὸ στόκολο σπασμένα ὁ θερμαστὴς
πέτα στὸ κύμα τὸν παλιὸ ποὺ ἐσκούριασε σουγιᾶ σου
κι ἄντε μονάχη στὸν πρωραῖον ἱστὸ νὰ κρεμαστεῖς.
Γράφει ἡ προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σὲ προδίνω»
κι ὁ γρύλος τὸ ξανασφυράει στριγγὰ τοῦ τιμονιοῦ.
Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ῾πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο
ἢ στὰ βρομιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ;
Ξυπνᾶν οἱ ναῦτες τοῦ βυθοῦ ρισάλτο νὰ βαρέσουν
κι ἀπὲ νὰ σοῦ χτενίσουνε γιὰ πάντα τὰ μαλλιά.
Τρόχισε κεῖνα τὰ σπαθιὰ τοῦ λόγου ποὺ μ᾿ ἀρέσουν
καὶ ξαναγύρνα μὲ τὶς φώκιες πέρα στὴ σπηλιά.
Τρεῖς μέρες σπάγαν τὰ καρφιὰ καὶ τρεῖς ποὺ σὲ κάρφωναν
καὶ σὺ μὲ τὶς παλάμες σου πεισματικὰ κλειστὲς
στερνὴ φορὰ κι ἀνώφελα ξορκίζεις τὸν τυφώνα
ποὺ μᾶς τραβάει γιὰ τὴ στεριὰ μὲ τοὺς ναυαγιστές.
----------------------------------------------------------------------------------------------
Καραντί
Στὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Βόλο
Μπάσσες στεριές, ἥλιος πυρρὸς καὶ φοινικιές,
ἕνα πούλι ποὺ ἀκροβατεῖ στὰ παταράτσα.
Γνέφουνε δυὸ στιγματισμένα μαῦρα μπράτσα,
ποὺ ἀρρώστιες τά ῾χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κιτρίνη - σινιάλο τοῦ νεροῦ.
Φοῦντο τὶς δυὸ καὶ πρίμα βρέξε τὸ πινέλο.
Τὰ δύο φανάρια τῆς νυχτός. Κι ὁ Pisanello
ξεθωριασμένος ἀπ᾿ τὸ κύμα τοῦ καιροῦ.
Τὸ καραντί ... Τὸ καραντὶ θὰ μᾶς μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο καὶ σκουριά.
Ἀπὸ νωρίς, δεξιὰ στὴν μάσκα τὴν πλωριά,
κοιμήθηκεν ὁ καρχαρίας ποὺ πιλοτάρει.
Ὄρντινα δίνει ὁ παπαγάλος στὸν ἱστό,
ὅπως καὶ τότε ἀπ᾿ τοῦ Κολόμπου τὴν κουκέτα.
Χρόνια προσμένω νὰ τυλίξεις τὴν μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τὴ στεριά, νὰ ζαλιστῶ.
Φωτιὲς ἀνάβουνε στὴν ἄμμο ἰθαγενεῖς
κι ἀχὸς μᾶς φτάνει καθὼς παίζουν τὰ ὄργανά τους.
Τῆς θάλασσας κατανικώντας τοὺς θανάτους
στὴν ἀνεμόσκαλα σὲ θέλω νὰ φανεῖς.
Φύκια μπλεγμένα στὰ μαλλιά, στὸ στόμα φύκια.
Ἔτσι ὡς κοιμήθηκες γιὰ πάντα στὰ βαθιὰ
κατάστιχτη, πελεκημένη ἀπὸ σπαθιά,
διπλὰ φορώντας τῶν Ἰνκᾶς τὰ σκουλαρίκια.
.............................................................................................
Θαλασσία πανίς
Στὸν Αἰμίλιο Βεάκη
Ἕνα κοχύλι σκουλαρίκι ἔχεις στ᾿ αὐτὶ
καὶ στὰ μαλλιὰ θαλασσινὸ πράσινο ἀστέρα.
Tropical stormy-In Madras area cholera,
καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Lakha-diwa πυρετοί.
Τό ῾να ἀνάλαφρα φύκια κρατᾶ
καὶ τὸ ζερβί σου τὸ λειψὸ σάπια καβίλλια.
Η Katherin τούτη τὴ στιγμή, χιλιάδες μίλια...
βγαίνει τὴ ντάμα μὲ τὸ ρήγα σταυρωτά.
Τὸ «Union Jack» καὶ τὸ σπασμένο τουρκετὶ
κι᾿ ὁ Γιαπωνέζος στὴν παντιέρα-μαύρη μπάλα.
Ἡ ἁφή της ὅμοια μὲ τὸ περσικὸ γατὶ
πού ῾χες ψωνίσει πρὶν τρεῖς μῆνες στὴν Bomballa.
Περαστικὴ τώρα ἡ Γοργόνα ἡ τροπικὴ
σὲ βλέπει ἀδιάφορη κι᾿ ἀπὲ σὲ φέρνει βόρτα.
Ἀλλιώτικες ὅσες σταμπάρουν ὠαυτικοὶ
κι᾿ ἄλλες αὐτὲς ποὺ σὲ τραβούσανε στὰ πόρτα.
Ὁ κατασκότεινος βρέχει νερένιος οὐρανὸς
μολύβι, ἐγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό, παράξενο παιγνίδι μὲ τὶς σάρκες
καθὼς διαβαίνει ὁ σκύλος ὁ θαλασσινός.
Τοπίο σκωτσέζικο-σκυλιὰ καὶ κυνηγοί,
πύργος μὲ φάντασμα-παλιὸ Johnnie Walker whisky.
Ἀπόψε οἱ δύο χαλύβδινοι πρωραῖοι πυργίσκοι
προσμένουν Τρίτωνες γιὰ βάρδιας ἀλλαγή.
Γουίλιαμ !... Γέλα στὸ βυθὸ φλεγματικά,
ἀφοῦ πιὰ τίποτα δὲ μέλει νὰ προδώσεις.
Ἂς παίξουν κι᾿ ἄλλοι μὲ παιγνίδια ναυτικὰ
κι᾿ ἄλλοι ἂς φορέσουνε φανέλα μὲ ραβδώσεις.
.............................................................................................
Federico Garcia Lorca
Στὸ Θανάση Καραβία
Ἀνέμισες γιὰ μία στιγμὴ τὸ μπολερὸ
καὶ τὸ βαθὺ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αὔγουστος ἤτανε δὲν ἤτανε θαρρῶ,
τότε ποὺ φεύγανε μπουλούκια οἱ Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν τοῦ ἀνέμου συνοδιὰ
καὶ ξεκινοῦσαν οἱ γαλέρες τοῦ θανάτου.
Στὸ ρωγοβύζι ἀνατριχιάζαν τὰ παιδιὰ
κι ὁ γέρος ἔλιαζε ἀκαμάτης τ᾿ ἀχαμνά του.
Τοῦ ταύρου ὁ Πικάσσο ρουθούνιζε βαριὰ
καὶ στὰ κουβέλια τότε σάπιζε τὸ μέλι.
Τραβέρσο ἀνάποδο - πορεία πρὸς τὸ Βοριᾶ.
Τράβα μπροστὰ -ξοπίσω ἐμεῖς- καὶ μὴ σὲ μέλλει.
Κάτου ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ἀναγαλλιάζαν οἱ ἐλιὲς
καὶ φύτρωναν μικροὶ σταυροὶ στὰ περιβόλια.
Τὶς νύχτες στέρφες ἀπομέναν οἱ ἀγκαλιὲς
τότες ποὺ σ᾿ ἔφεραν, κατσίβελε, στὴ μπόλια.
Ἀτσίγγανε κι Ἀφέντη μου, μὲ τί νὰ σὲ στολίσω;
Φέρτε τὸ μαυριτάνικο σκουτὶ τὸ πορφυρό.
Στὸν τοῖχο τῆς Καισαριανῆς μᾶς φέραν ἀπὸ πίσω
κ᾿ ἴσα ἕν᾿ ἀντρίκιο ἀνάστημα ψηλῶσαν τὸ σωρό.
Κοπέλες ἀπ᾿ τὸ Δίστομο φέρτε νερὸ καὶ ξίδι.
Κι ἀπάνω στὴ φοράδα σου δεμένος σταυρωτὰ
σύρε γιὰ κεῖνο τὸ στερνὸ στὴν Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ διψασμένα της χωράφια τ᾿ ἀνοιχτά.
Βάρκα τοῦ βάλτου ἀνάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα ποὺ σκουριάζουνε σὲ γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια νὰ πετᾶν στὴν ἔρημην ἀρένα
καὶ στὸ χωριὸ ν᾿ οὐρλιάζουνε τὴ νύχτα ἑφτὰ σκυλιά.
.............................................................................................
Θεσσαλονίκη
Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη
Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν ὀργιὰ μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿ ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.
Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.
Νερὸ καλάρει τὸ Fore Peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;
Ἀπάνω στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.
Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιὰ κι ὁ θερμαστὴς τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.
Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.
.............................................................................................
Σταυρός του Νότου
Στὸ Γιῶργο Θεοτοκᾶ
Ἔβραζε τὸ κύμα τοῦ Γαρμπῆ.
Ἤμαστε σκυφτοὶ κι οἱ δυὸ στὸ χάρτη
γύρισες καὶ μοῦ ῾πες πὼς τὸ Μάρτη
σ᾿ ἄλλους παραλλήλους θά ῾χεις μπεῖ.
Κούλικο στὸ στῆθος σου τατού,
ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ καῖς δὲν λέει νὰ σβήσει.
Εἶπαν πὼς τὴν εἶχες ἀγαπήσει
σὲ μία κρίση μαύρου πυρετοῦ.
Βάρδια πλάι σὲ κάβο φαλακρὸ
κι ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου μὲ τὰ στράλια.
Κομπολόι κρατᾶς ἀπὸ κοράλλια
κι ἄκοπο μασᾶς καφὲ πικρό.
Τὸ Ἄλφα τοῦ Κενταύρου μία νυχτιὰ
μὲ τὸ παλλινώριο πῆρα κάτου.
Μοῦ ῾πες μὲ φωνὴ ἑτοιμοθανάτου:
«Νὰ φοβᾶσαι τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ».
Ἄλλοτε ἀπ᾿ τὸν ἴδιο οὐρανὸ
ἔπαιρνες τρεῖς μῆνες στὴν ἀράδα,
μὲ τοῦ καπετάνιου τὴ μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ᾿ ἕνα μαγαζὶ τοῦ Nossi Be
πῆρες τὸ μαχαίρι, δύο σελίνια
μέρα μεσημέρι ἀπὰ στὴ λίνια
ἄστραψες σὰ φάρου ἀναλαμπή.
Κάτου στὶς ἀχτὲς τῆς Ἀφρικῆς
πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ κοιμᾶσαι.
Τὰ φανάρια πιὰ δὲν τὰ θυμᾶσαι
καὶ τ᾿ ὡραῖο γλυκὸ τῆς Κυριακῆς.
..............................................................................................
ΜΑΡΕΑ
Στὸ Γιακουμῆ Βαλάση
Ὁ Ἀλτεμπαρὰν ψάχνει νὰ βρεῖ μὲς στὰ νερὰ
τὸ παλινώριο ποὺ τὸν γέλασε δυὸ κάρτες.
Στῆς προβολῆς νὰ τρέχουν βλέπαμε τοὺς χάρτες
τοῦ Chagall ἄλογα - τσίρκο τοῦ Seurat.
Πυξίδα γέρικη - ataxie locomotrice -
καὶ στοιχειωμένη ἀπὸ τὰ χείλια σου σφυρίχτρα.
Στὴν κόντρα γέφυρα προσμένατε κ᾿ οἱ τρεῖς
νὰ λύσει τ᾿ ἄστρο τοῦ Ἀλμπορᾶν ἡ χαρτορίχτρα.
Τῆς τραμουντάνας τ᾿ ἄστρο, τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ
παντρεύονται μὲ πορφυρόχρωμους κομῆτες.
Τοῦ Mazagan οἱ θερμαστὲς οἱ Σοδομίτες
παῖξαν τοῦ Σέσωστρη τὴν κόρη στὰ χαρτιά.
Ἡ ξύλινη ποὺ ὅλοι ἀγαπήσαμε Γοργόνα,
καθὼς βουτᾶ παίρνει παράξενες ἀνάσες.
Προτοῦ κολλήσουμε γιὰ πάντα στὶς Σαργάσσες,
μᾶς πρόδωσε μ᾿ ἕνα πνιγμένο τοῦ Νορόνα.
Πουλιὰ στὰ ξάρτια - καραντὶ - στεργιανὴ ζάλη
χελιδονόψαρα - πνιγμένου δαχτυλίδι.
Τοῦ ναυτικοῦ τὸ δυσκολότερο ταξίδι
τὸ κυβερνᾶν τοῦ Μαγελάνου οἱ παπαγάλοι.
Ἡ καραβίσια σκύλα ὀσμίζεται ρεστία
καὶ τὸ κορμί σου τὸ νερὸ ποὺ θὰ καλάρει.
Τὴ νύχτα οἱ ναῦτες κυνηγᾶνε τὸ φεγγάρι
καὶ τὴν ἡμέρα ταξιδεύουνε στ᾿ ἀστεῖα.
.............................................................................................
Λύχνος του Αλλαδινου
Στὸ Ν. Χατζηκυριάκο - Γκίκα
Τὴν ἀνεξήγητη γραφὴ νὰ λύσω πολεμῶ
ποὺ σοῦ χαράξαν πειρατὲς Κινέζοι στὶς λαγόνες.
Γυμνοὶ μὲ ξύλινους φαλλοὺς τριγύρω στὸ λαιμό,
μᾶς σπρώχναν πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τόξα οἱ Παταγόνες.
Κόκκαλο ρίξε στὸ σκυλὶ τὸ μαῦρο ποὺ ἀλυχτᾶ
καὶ στεῖλε τὴ «φιγούρα» μας στὸν πειρατὴ ρεγάλο.
Πές μου, ποῦ βρέθηκε ἡ στεριὰ στοῦ πέλαου τ᾿ ἀνοιχτὰ
καὶ τὸ δεντρὶ μὲ τὸ πουλὶ ποὺ κρώζει τὸ μεγάλο;
Γιὰ τὸ ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δὲ σοῦ πρέπει!
Καὶ σὲ ποὺ σὲ φυτέψαμε, παιδί, στὸ Κονακρί,
μὲ γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στὴν τσέπη.
Τοῦ ναύτη δῶσ᾿ του στὴ στεριὰ κρεβάτι, καὶ νὰ πιεῖ.
-Ὅλο τὸν κόσμο γύρισες, μὰ τίποτα δὲν εἶδες...-
Μὲς στὸ μετάξι κρύβονταν τῆς Ἴντιας οἱ σκορπιοὶ
κ᾿ ἔφερνε ὁ ἀγέρας τῆς νοτιᾶς στὴν πλώρη ἄμμο κι ἀκρίδες.
Σημάδι μαῦρο ἀπόμεινε κι ἂς ἔσπασε ὁ χαλκᾶς.
-Στὴν ἀγoρὰ τοῦ Ἀλιτζεριοῦ δεμένη νὰ σὲ σύρω.-
Καὶ πήδηξ᾿ ὁ μικρὸς θεὸς μία νύχτα, τῶν Ἰνκᾶς,
στοῦ Αἰγαίου τὰ γαλανὰ νερά, δύο μίλια ὄξω ἀπ᾿ τὴ Σκύρο.
Μεσάνυχτα καὶ ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στὸ γιαλὸ τὰ φῶτα σὲ προδίνουν,
μὰ πρύμα πλώρα μόνο ἐσὺ πατᾶς στοχαστικά,
κρατώντας στὰ χεράκια σου τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδδίνου.
1 σχόλιο:
Όταν ο Νίκος Κ. συνάντησε το Γιώργο Σ., δώσανε τα χέρια και δήλωσαν πως χάρηκαν αμοιβαίως, ΟμόΤεχνοι γαρ, χωρίς να αντιληφθούν, να υποπτευθούν ή έστω να ψυχανεμισθούν πως παραμόνευε μη ''βελούδινο'' διαζύγιο δι'ασήμαντον αφορμήν.
Κατά το σχετικό ρεπορταζ : "Εκτιμούσε τον Σεφέρη για το έργο του και τον θεωρούσε φίλο του (του έχει αφιερώσει, μάλιστα, το ποίημα "Εσμεράλδα" στο "Πούσι"), αν και όπως έλεγε με το χαρακτηριστικό του χιούμορ "δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος" και θυμόταν που κάποτε στη Βηρυτό είχε περάσει το νομπελίστα από έναν δρόμο γεμάτο μ' ελληνικές σημαίες κι όταν ο Σεφέρης θαύμασε που είδε τόση Ελλάδα, του αποκάλυψε πως ήταν η γειτονιά με τα ελληνικά μπορντέλα. Θύμωσε ο Σεφέρης και του είπε "Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ", οπότε κατέβηκε ο Καββαδίας και συνέχισε με τα πόδια" (από το μπλογκ Senile Decay).
Πηγή : http://www.lifo.gr/team/sansimera/35244
Και το τραγικό είναι πως ο Κ.Π.Καβάφης εκώφευσε στις επανειλημμένες διαμαρτυρίες, προσκλήσεις κι εκκλήσεις των δύο Εκλεκτών Του Συναδέλφων να αποκηρύξει το Ποίημά Του
Σοφοί δε Προσιόντων
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνομένων,
σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
Φιλόστρατος, Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον, VΙΙΙ, 7
Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα.
Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί,
μόνοι και πλήρεις κάτοχοι πάντων των φώτων.
Εκ των μελλόντων τα εγγύς, τα προσερχόμενα
αντιλαμβάνονται οι σοφοί. Η ακοή
αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών
ταράττεται. Η μυστική βοή
τούς έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων.
Και ευλαβείς προσέχουσιν. Ενώ εις την οδόν
έξω, ουδέν ακούουν οι κωφοί λαοί.
Πολλοί είπανε τότε πως οι καταξιωμένοι Αυτοί δουλευτές της Ποίησης, με τις διαμαρτυρίες τους, επεδίωκαν, εμμέσως μεν πλην σαφώς, να μην εκπέσουν από την τάξη των Σοφών. Κι έμελλε το μέγα πλήθος με το Μέγα Πάθος για την Ποίηση να διχαστεί προ του Ερωτήματος: Άραγε οι Ποιητές είναι Σοφοί ; Κι άλλοι λέγανε Ναι, κι άλλοι λέγανε Όχι κατά την δικαίαν (πάντα) κρίσιν τους. Έκτοτε, Το Μεγάλο Αυτό Ερώτημα δεν απαντήθηκε ποτέ μετά Βεβαιότητος αφού το Ερώτημα - Πρόκριμα Αν η Αλήθεια είναι Αντικειμενική ή Υποκειμενική, εξ ορισμού ως φιλοσοφικό, δεν έχει Απάντηση.
Δημοσίευση σχολίου