ἐσβήσανε τὰ φῶτα τους, ἐκλείσανε τὰ μάτια.
Ἡ μάννα σφίγγει τὸ παιδὶ βαθιὰ στὴν ἀγκαλιά της,
γιατὶ εἶναι χρόνοι δίσεκτοι καὶ τρέμει μὴν τὸ χάσει.
Τραγούδι δὲν ἀκούγεται, ψυχὴ δὲν ἀνασαίνει.
Ὁ ὕπνος εἶναι θάνατος καὶ μνῆμα τὸ κρεβάτι
κι ἡ χώρα κοιμητήριο κι ἡ νύχτα ρημοκλήσι.
Ἄγρυπνος ὁ Ἀλὴ πασᾶς, ἀκόμη δὲ νυστάζει,
κι εἰς ἕνα δέρμα λιονταριοῦ βρίσκεται ξαπλωμένος.
Τὸ μέτωπό του εἶναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο
καὶ τὄβαλεν ἀντίστυλο τὸ χέρι του, μὴν πέσει.
Χαϊδεύει μὲ τὰ δάκτυλα τὰ κάτασπρα του γένια,
ποὺ σέρνονται στοῦ λιονταριοῦ τὴν τρομερὴ τὴ χαίτη.
Ἀγκαλιασμένα τὰ θεριά, σοῦ φαίνονται πὼς ἔχουν
ἕνα κορμὶ δικέφαλο, τὸ μάτι δὲ γνωρίζει
ποιὸ τάχα νἆν᾿ τὸ ζωντανὸ καὶ ποιὸ τὸ σκοτωμένο.
σχίζει τὰ νέφη καὶ περνᾷ γοργὸ σὰν τὸν ἀγέρα,
οὔτε κισσός, π᾿ ἀναίσθητος τὴν πέτρα περιπλέκει
οὔτ᾿ ἀστραπή, ποὺ σβύνεται χωρὶς ἀστροπελέκι,
δὲν εἶναι νεκροθάλασσα, βοὴ χωρὶς σεισμό,
νοιώθω γιὰ σέ, πατρίδα μου, στὰ σπλάγχνα χαλασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου