Τη δυστυχία έκρυψε σε ύπνο εφιαλτικό
-ίδιο μ’ αυτόν που στέλνουν οι Ερινύες-
Η μορφή του άλικο περίγραμμα νύχτας.
Σαν μέταλλο οξειδωμένο στάζει της καρδιάς αίμα.
Τον παρασέρνουν αναμνήσεις, τραγούδια των Σειρήνων.
Ο νόστος απ΄τη μια κι απ’την άλλη εσύ,
Λωτοφάγος που ξέχασες.
Και στη μέση αυτός να συνθλίβεται.
Κούρσεψε τον χρόνο σε πεδίο μάχης.
Σαν χορός μεταμφιεσμένων
θεοί και δαίμονες,
ρούχα και μάσκες όμοια.
Συμπληγάδες που κλείνουν μέσα τους το θάνατο.
Εδώ και καιρό στις πέτρινες ώρες, μέρα καινούρια δεν χάραξε.
Ακούω τα βήματά σου στα καλντερίμια.
Περίμενες να φύγει η νύχτα σαν σκόνη στο παλιό τραπέζι.
Είναι αργά,
κι εσύ, συλλογίζεσαι τους κύκλους που έκανε η ζωή,
για αιώνιες κατακτήσεις
μια απατηλή ανατολή.
Σκληρή εποχή.
Είπες: Η γη κοιμισμένη σε θλίψεις ισόβιες.
Μην απορείς πως σαν χέρσα χωράφια μάς πήραν οι μπόρες.
Δέντρα, εκεί γυμνά στου ποταμού την όχθη.
Ρούχο παλιό η ζωή
σκίζεται μπαλώνεται.
Μη νοσταλγείς τα ταξίδια που σκαρώναμε,
που δεν τολμήσαμε ποτέ μας…
Πήγαν χαμένες οι φωτιές με τις γαλάζιες φλόγες.
Αυτός ο κόσμος,
σαν κάποιου Λίβα τη φωτιά δώθε κείθε μας σκορπούσε.
Δε μοιραστήκαμε τίποτα ως τώρα κι ο χρόνος ζυγώνει.
Δώσ’ μου τα χέρια σου, φίλε,
δώσ’ μου
ό,τι έχεις, έστω δυο δάκρυα, δυο στεναγμούς,
πριν τα χνάρια μας σβήσουν στο δρόμο της φυγής.
Αφυδατωμένη μνήμη γαντζώνεται σ’ ερείπια.
Αναπνέεις με τεχνική υποστήριξη.
Στο δωμάτιο βασιλεύει σιωπή.
Νυχτερίδα στο διάδρομο φρουρεί όνειρα.
Περιθάλπεις προσευχές συρραφές σε δέρμα.
Υλοτόμος φορώντας ρούχα της τρέλας
φυτεύεις φθαρμένες ελπίδες.
Κόκκινος ο άνεμος στην ακινησία του χρόνου.
Σύννεφο αλμυρό η μέρα.
Πουθενά γλάροι, πουθενά καράβια.
Μονοδρομήθηκε ο πόνος.
Επιστράτευση στο πουθενά.
Με αόρατα μάτια διανύεις γδαρμένα χιλιόμετρα.
Σκόνη τρυπώνεις σε υδάτινες ρωγμές.
Κάπου εκεί
μέσα στ’ όνειρο,
στην ελπίδα,
στο ψέμα,
στην αλήθεια…
Κάπου εκεί…
στο πάντα,
στο τίποτα,
στο τώρα
Κάπου εκεί…
μ’ ένα μύθο εξαργυρώνεις τη λήθη,
σ’ ένα ποίημα δικαιολογείς αποτυχίες και ύπαρξη.
Λίγο πριν τη νύχτα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου