πόλη θαμμένη στην άμμο.
Σε θρέφει η αγάπη
κάθε φορά π' αγναντεύεις
το λιόγερμα του Θεού.
τα μάτια στραμμένα στην οργισμένη θάλασσα,
ο φόβος χαραγμένος στο τραχύ μέτωπο, τα χέρια στον κόρφο.
Ένα μακρόστενο πέρασμα ο δρόμος του γυρισμού
κι είδες της θύμησης μορφές μες στην φωτιά να παλεύουν
τη βαρβαρότητα π' αραξοβόλησε κάποτε πριν το σούρουπο.
Στο διάβα σου ένα κίτρινο δάσος με φλεγόμενες ρίζες.
Τα πουλιά κούρνιασαν στου θανάτου της φυλλωσιές.
Οι εκτελεστές φόρεσαν τον σκοτάδι στο πρόσωπο.
τη λήθη που γαντζώθηκε μάταια στο δεξί χέρι,
τις φιγούρες που αγάπησε, μα αλύπητα χαρακώνει.
Μέρες και νύχτες η σκιά του διάτρητη από σκέψεις και λέξεις:
"Δεν ξεχνώ", "Ελευθερία ή θάνατος", "Όλοι αδέλφια είμαστε",
"Τίμα την πατρίδα σου ως εαυτόν". Κραυγάζει η ψυχή.
Μα ποιος αφουγκράζεται τις κραυγές της σιωπής;
Ποιος πρόσεξε τα νωπά σημάδια στην πολιορκημένη άμμο;
Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι σαν πλάθουν άσπρα σύννεφα
μέσα στις χούφτες τους κι ο άγρυπνος ποιητής,
ταπεινά σαν λιτανεύει τον μύθο και την αλήθεια.
οι στιγμές σιωπής γέννησαν ήλιους κουρσάρους.
Πήρανε σάρκα κι οστά, διανύοντας αποστάσεις
μέχρι τον άδειο ορίζοντα.
Σαν έκαναν στάση να ξαποστάσουν,
άρθρωσαν λόγια ποιητικά,
ασυμβίβαστα και αβρά με το όραμα της αυγής,
της μωρίας την έκσταση.
Μόνο για να ανταμώσουν τον κόσμο
με το φύσημα της συνέχειας.
H αρχή και το τέλος δεν υπήρξαν ποτέ.
Γράψαμε τον μύθο μας, μ' όσα είδαμε,
στην άκρη της γης, ανατέλλοντας.
Σαν αντηχούν οι σειρήνες
στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.
Κρατώ το σκοτάδι σ’ άδειες παλάμες.
Αφήστε το φως να περάσει
στη διάτρητη μου ψυχή,
μην εμποδίζετε τον ήλιο, κρυώνω.
Ανατινάχτηκαν στην φωτιά με τις σάρκες αντρών
στο πέρασμα του θανάτου.
Ψάξετε τα κομμάτια τους στα ανάλαφρα
ματαιόδοξα μονοπάτια του λόγου.
να φωνάξω. Τα δάκρυα όλων ποτάμι.
Ο χαμός του αθώου, η κάθαρση.
«Ήταν μοιραίο», «αμέλεια», η χώρα ολάκερη
«κείτεται στην μεταμέλεια.
αγάπης. Χιλιάδες τα χέρια μαζώχτηκαν
με τον πρώτο φλοίσβο της θλίψης.
Το σύνθημα στάζει αίμα, οργή.
Να πετάξω το παραπέτασμα.
Δεν είναι λαϊκισμοί οι κραυγές, η αγανάκτηση.
Πάλλεται η αλήθεια τ’ ανθρώπου
στον σφυγμό της γης.
Είμαι στη φυλακή του κατεστημένου.
Μου κρύβετε το φως.
Αντικρίζω το δίκιο. Ο ήλιος δεν σας ανήκει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου