Μικρέ όμορφε κόκκε άμμου που ’λεγες θα γίνεις βράχος!
Δεν θα νικηθώ από σένα, εγώ που πάταξα τ’ ανίκητο φίδι!
Νομίζεις θα σε σωριάσω να σφαδράζεις στο αίμα σου;
Ανόητη θνητή!»
Είπε κι έφυγε με αύρα οργής στα μάτια,
Εγώ, παιδούλα που μιλά στ’ αστέρια,
Ξάφνου τρέμω κι αντικρίζω τον όλεθρο.
«Φυλαχτείτε απ’ το ξύλινο άλογο που λάμπει στον ήλιο!
Πατέρα, μητέρα, ακούστε!
Όχι, δεν είμαι τρελή!
Μη γιορτάζετε, εγώ δε βλέπω φως, αλλά φλόγες
Που θα γλείψουν τα ψηλά απόρθητα Τείχη
Τα καράβια φύγαν, μα θα ξανάρθουν…οϊμέ!
Κι όλοι θ αφανιστούμε απ’ τους αγριωπούς εχθρούς.
Όμως κι αυτοί θα συντριβούν!
Τη ντροπή στο βωμό θ ακολουθήσει τσεκούρι
Κοφτερό, που θα πέσει δυο φορές!
Απόλλων! Απόλλων! Δυο φορές με ρημάζεις!»
Είναι του νου
Αλήθεια
Δεν τον ορίζεις
Σε κατατρύχει σιωπηλά
Η μήπως φωνάζει?
Τούτες τις μέρες με τριβελίζουν
Χρώματα και ήχοι
Μουσικές και σιωπές
Φτερωτά μαχαίρια
Δε φοβάμαι
Μόνο με κούρασαν οι αισθήσεις
Πράγματι.
Θα τα τεντώσει
Ο Ήλιος
Θα τα χαϊδέψει ο Ηνίοχος
Στις παρυφές αυτού του καλοκαιριού
Της απανεμιάς
Και της θύελλας.
Το αγέρι μου φανέρωσε
Το άφατο.
Κελάρυσαν τα χρόνια
Σαν Στις καραβίσιες βουνοκορφές
μια στιγμή
Κι όμως
Υπάρχεις
Ακόμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου