Γυμνό τοπίο κι άνυδρο, θαρρείς ερημικό
κι ας τρέχουν τόσοι άνθρωποι τριγύρω.
Ήλιος καυτός καίει τα σώματα
μα τις καρδιές τίποτα δε ζεσταίνει
κι αντίς πουλιά να κελαϊδούν
οι λύκοι ν’ αλιχτούνε.
Εδώ θα χτίσω ένα αυθαίρετο
σκέφτηκε ο ποιητής
κι έγραψε ποίημα.
**
Καθώς το σκοτάδι απλώνεται
πάνω στην πόλη
Θ’ αρχίσεις πάλι
εκείνο το παράξενο παιχνίδι των λέξεων
πάνω στο χαρτί.
Χωμένος στην έρημη γωνιά σου
θα κρυφτείς ξανά από τους άλλους
για να μπορέσεις μυστικά
να φανερωθείς ακέραιος
μπροστά στον έκπληκτο εαυτό σου,
που δύσκολα περιμένει.
Το λαχταράς στ’ αλήθεια το παιχνίδι αυτό,
γιατί στο βάθος ξέρεις καλά
πόσο αξίζουν αυτές οι λέξεις,
πόσες θυσίες μέσα τους κουβαλούν,
με πόσο αίμα και δάκρυ είναι φορτωμένες.
Είδε το σπίτι του ψηλά,
το βαθμό και το μισθό του να ψηλώνουν,
όπως κι εκείνο τον κόμπο στο στομάχι
ν’ ανεβαίνει ψηλά στο λαιμό.
Κάποια νύχτα δε μπόρεσε να γυρίσει.
Χάθηκε με τ’ αυτοκίνητο βουλιάζοντας.
Γιατί παντού μπορούμε να βουλιάξουμε.
Κινούμενη άμμος εδώ το τσιμέντο και η άσφαλτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου