μέσα απ' το χωμάτινο στρατί,
κι άπληστοι αρχηγοί τους οδηγούν
κραδαίνοντας δίγνωμο σπαθί.
κι όλος το τόπος πλέον δεν τους χωρά,
οι ίδιοι θα προκαλέσουν την μοίρα τους
ή θα που χαθούν ή που θα τους βρει συμφορά.
χώμα είσαι που ο ο ουρανός σε δροσολογά,
έτσι χώμα κι άνυδρος άργιλος θα γίνεις
που η επόμενη φάρα θα σε περιγελά.
δυνατοί κι αδύναμοι μια δίκοπη πληγή,
ή ίδια η γη όμως πάντα θα θεραπεύεται
όπως κι ο άνθρωπος που έχει υπομονή.
απ' όσους δημιουργούν την ομορφιά στη ζωή
κι αν σε κιτάπια σκοτεινά παραγράφεται
θα μένει στων ανθρώπων την ανυπότακτη ψυχή.
ο ένας τον άλλον για να βρει, μαζί του για να πορευτεί,
κάποτε βάζουμε χρώματα από την γη, σαν κραυγή,
κι άλλοτε φωτεινά του ουρανού, σαν προσευχή !
πώς θα μεστώσεις φύλλο απ' του ήλιου τα φιλιά,
πώς θα νιώσεις το μπόι και την θέληση που σε τραβά,
πώς θα νιώσεις το ριζικό που με αγάπη σε κρατά ;
ήταν η ενσυναίσθηση , το σκίρτημα της ψυχής,
ήταν το μπόλι της ζυμωμένης μας στιγμής,
- ευχή και κατάρα να χαρείς -
μη σταματάς να ανεβαίνεις, όσο μπορείς...
να μας κρατούν παρέα στην αδειανή σιωπή
μα εκείνοι ξέρουν μονάχα να μιλούν ,
σε όσους ανθρώπους βλέπουν να χαμογελούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου