Μ’ ένα ταχύπλοο ανοίγω το φάκελο της θάλασσας.
Τα είκοσι καλοκαίρια σου έχουν γίνει δύτες.
Ξενυχτάς μαζί τους
χρεωμένη μέχρι το λαιμό στην αγκαλιά μου.
Κάθε που ένα κύμα χάνει το δρόμο του
τρέχεις να ξεμπλέξεις τα θαλάσσια νοήματα
με τον ιδανικό τρόπο της ελληνικής σημαίας.
Κάποτε όμως
όταν θ’ αφρίζει ο χρόνος στα μαλλιά σου
όλες οι ηλιοθεραπείες σου
θα συνοψίζονται σ’ ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις τώρα
να περάσεις μέσα από τη φωτιά του Ιουλίου
ρευστοποιώντας έτσι τα σύμφωνά σου.
Τότε ιδρώτας θα διατρέξει το κορμί σου
καταλήγοντας σε δυο σταλακτίτες
και θα σηκωθείς έναν αιώνα πάνω απ’ το έδαφος.
2
Ξαφνικά μένει ακίνητη
με το δεξί πόδι λυγισμένο στον αέρα.
Το γόνατο μεσουρανεί.
Η κνήμη και ο μηρός
δίνουν φτερά σ’ ένα κόκκινο αεροπλανάκι
που απογονατώνεται αστραπιαία.
αλλά όπως φτερουγίζουν δυο πολύχρωμα αηδόνια
δηλαδή όπως πάλλεται το δίκιο μιας παιδούλας.
Κάποιοι είπαν
ότι στασιάζει το κορμί της για ένα σκουλαρίκι.
Εγώ ήξερα πως ήταν η Ανδρομάχη
που βάδιζε προς το άγαλμα της απογείωσης.
φτεροκοπώντας με τις δυό ασπίδες του
κάθισε διαδοχικά
σ’ όλα τα περίπτερα της πόλης
ώσπου γέμισε η πόλη ανεμόμυλους.
Ύστερα έφυγε κι εσύ το ακολούθησες.
Ο δρόμος που πήραν τα πόδια σου
έχει τώρα μια μακριά λοφοσειρά.
Τί νά ’ναι αυτή η λοφοσειρά;
Μήπως κατασκευαστής κυμάτων;
Εμείς άνεμο θέλουμε.
Μήπως το ήλεκτρο που έχεις
όταν ο άνεμος εξασκείται στο σώμα σου;
Θά ’ταν ό,τι καλύτερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου