σηκώνουν όρθια τα παιδιά
− για μεταμόσχευση καρδιά
ψάχνει η Γηραιά Κυρία
Μισεί τα νιάτα η σάπια σάρκα
οι ανάπηροι βυσσοδομούν
φτύνουνε τ’ άνθη, βλαστημούν
τον έρωτα στα πάρκα
Μες στο βυθό του Χειρουργείου
ανάβει ο Μέγας Αχινός
το κλομπ χτυπάει κι ο ουρανός
ανοίγει σαν κρανίο
Λουλούδια τέρατα εφιάλτες
αράχνες μαύροι προβολείς
− στο συρματόπλεγμα η βολή
καρφώνει δρομείς κι άλτες
Χτίζουν τους χτίστες τα ντουβάρια
οι ανεμόμυλοι φυσούν
τον άνεμο, θα καταπιούν
τη θάλασσα τα ψάρια
Ο χρόνος πρήζεται κολλάει
πάνω στους τοίχους, η καρδιά
βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά
και σαν σκυλί αλυχτάει
Τα πέλματα ρόδα ανοιγμένα
οι φλέβες άλυτες θηλιές
σπασμένες ραχοκοκαλιές
σαγόνια γκρεμισμένα
Αίματα και φτερά γεμάτα
βαριά ανεβαίνουν τα κλουβιά
στα ουράνια δώματα – πηδά
λυσσά από κάτω η Γάτα
Σειρήνες γέμισαν οι δρόμοι
φανάρια που αίμα πιτσιλάν
απ’ τα καμιόνια τους πηδάν
γιατροί και νοσοκόμοι
με μάσκες και με δακρυγόνα
μα δε μαζεύεται ο Νεκρός
έγινε θάλασσα ουρανός
κι απλώνει στον αιώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου