Μία η ώρα Κυριακή είχε κοκκινίσει στο φούρνο το ψητό.
Δυο φράγκα ψηστικά ένα η «Μακεδονία» ρέστα από τάλιρο δικά του
κατέβηκε δυο δυο τις σκάλες για να προκάνει το ταψί
να πει στο μεταξύ ένα γεια στον Γιάγια, στον Καλαμπαλίκη.
Τρέχοντας στο λιθόστρωτο γιατί θα άρχιζε του Μαμάκη η εκπομπή
σήμερα θα 'χε Πεγκ, καρδούλα μου με τη Λαμπέτη.
Όλη η χωμάτινη πλατεία λουζόταν φως και ακινησία
η Κόκκινη Εκκλησία σχόλασε νωρίς χωρίς βαφτίσια.
Κόκκινος Σεπτέμβρης της πόλης μας γλυκός, Κυριακή κοντή γιορτή,
το βράδυ θα παγαίναμε όλοι Έκθεση είχε πει ο πατέρας.
Πενήντα χρόνια αργότερα ποιητής μεσήλικας ανασύρει γεύσεις
οσμές ανάσες και τοπία άλλης εποχής που έρχονται και φεύγουν
σαν τραμ ορμητικά της Εγνατίας σε μια σκαλομαρία στη μνήμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου