Δεν μπορεί, τα σκοτάδια και η επαναλαμβανόμενη
ιστορία του προσώπου σου, αυτή η ησυχία
των λέξεων μέσα από τις άγνωστες γωνίες
των χεριών, δεν μπορεί, θα μας σώσουν.
Θέλω να πω ότι είμαστε σε μια σκακιέρα,
όπως στα εξώφυλλα των παλιών αστυνομικών
μυθιστορημάτων. Μέσα στις σελίδες, τις ώρες από
τις δύο έως τις πέντε μετά μεσημβρίαν, ο πληθυσμός
χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες ή ομάδες:
η μία κάθεται πλάι στο τζάκι και κοιτάζει
τη στάχτη. Η άλλη κοιμάται προσπαθώντας
να εντοπίσει τα όνειρα των άλλων.
Η τρίτη αγναντεύει στη λίμνη τους κωπηλάτες
σφυρίζοντας ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού.
Όλοι όμως αναστενάζουν με μαύρο καπνό
για τις εκλείψεις της σελήνης και τη χαμένη
νεότητά τους. Ενώ ο καιρός μπήγει νύχι στο κρέας.
Η πόλη, καφέ από το θειάφι, ξεκουράζεται,
προτού αρχίσει να γυρίζει γύρω από τον άξονά της.
Ο δολοφόνος ανενόχλητος σημαδεύει
το επόμενο θύμα, χαμογελώντας στις κάμερες
της τηλεόρασης. Ένα φως μοβ του σφαγείου
φωτίζει την περιοχή και σπασμένοι καθρέφτες
γύρω αυξάνουν τις εικόνες και την αγωνία
των παρισταμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου