η κλινική που κάθε βράδυ με σταυρώνει
σ’ ενός τα χέρια, που κοιμάται στο τιμόνι.
Το μάννα εξ ουρανού που αρνήθηκαν να πάρω.
Ο τρόμος. Ο στρεβλός εφιάλτης. Ο ιδρώτας.
Μια ρίμα που σφυρίζει, βρίζει κι επιμένει
να’ ρθη γραφή μου, για να βγη ολικώς σβησμένη.
Ο έσω Καιάδας που τον δρόσιζ’ ο Ευρώτας
Σ’ ένα παράθυρο ανοιχτό, τ’ ανάστημά μου
αθώο, φυλλομετριέται μ’ ύφος ακακίας.
Θα εμψυχωθή στον κερασφόρο της κακίας
να σκούξουν τίποτε, επί εκτάσεως άσπρης άμμου.
Η ώρα κυλάς. Διαβάζω μιαν εφημερίδα˙
με δίχως τίτλους, γράμματα, μαντάτα, ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου