Αυλή σπιτιού πριν από δυο αιώνες.
Στη μέση ένα πηγάδι.
Πλάι του ποζάρει μια κυρά.
Δαντελωτό πουκάμισο, φούστα μακριά
γόβα λουστρίνι, ύφος ασορτί.
Κοιτάζει τον φακό αγέρωχη, πόδι προτεταμένο
το χέρι στη μέση τσακισμένο
μειδίαμα κάπως
κρεατί.
Στην άκρη της εικόνας
μια δίποδη θολή σκιά
κότα κουνημένη
πάνω στο κλικ κάτι τσιμπά στις πλάκες
σκυμμένη.
Πρώτα πέθανε η κότα.
Ύστερα πέθανε η ανώνυμη κυρία
ούτε που την θυμόταν αυτήν την κότα.
Σε λίγα χρόνια γκρεμίστηκε το σπίτι
πεθάναν πια οι γείτονες
μπήκαν κι οι κότες στα ψυγεία.
Μάλλον βρισκόμαστε
στη μέση του ποιήματος.
Δωμάτιο σπιτιού πριν από έναν αιώνα.
Στην άκρη, ένα γραφείο.
Μπροστά του κάθεται ο ανώνυμος ποιητής.
Σαν βιοδιασπώμενος. Σωστή πλαγγόνα.
Είμαι ταφή εγώ, λέει και ξαναλέει
μελετώντας την εικόνα.
Πάνω στο γραφείο του
ένας λευκός λεκές μια κόλλα
με μια μισογραμμένη ελεγεία -- όχι νεκρολογία --
για κάποιαν άγνωστη κυρά, την κότα της
κι ένα πηγάδι σε μιαν αυλή.
Στίχοι ζεστοί, σπαρταριστοί, όλο ζωή.
Πρώτα πάλι πέθανε η κότα.
1 σχόλιο:
υπεροχο!
Δημοσίευση σχολίου