Νύχτα του χειμώνα που γερνούν και πεθαίνουν τα βουνά
που κατεβαίνουν λάσπες από την Παιονία έρχεσαι
και βίαια σταματάς την άργιλο του ύπνου σαν ταξίδι
που στέρεψε: αντίο, ποτάμι.
Περασμένα Χριστούγεννα, πηγαίνοντας για Πρωτοχρονιά
άλλων εποχών -όχι μακριά- που ολόκληρες ακτές
σηκώθηκαν σε μια παλίρροια και φάνηκαν ξανά
υποθαλάσσιες πόλεις βουλιάζοντας, τρομαγμένα πλοιάρια,
κι εγώ έβρισκα μόνη καταφυγή τον κόλπο σου,
το ελατό και όλκιμο κορμί σου.
Νυχτερινή μου υψικάμινε, τι κρίμα
τα σκουριασμένα ορυκτά του ονείρου μας
να θάβονται τώρα βαθιά στις πιο απόκρυφές μου ώρες
και να μη γίνονται νομίσματα χρυσά μιας τέλειας ανταλλαγής
στην πιο ποιητική αυτοκρατορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου