Αλλιώτικες οι Κυριακές μας τότε.
Από το βράδυ πριν ευωδίαζε ο ερχομός σου
μέσα στον ύπνο μας πετούσαν αυριανά ανθάκια
κι όλο το πρωί λουζόταν μ' ένα φως αναμονής.
Κι εκεί, κοντά στο μεσημέρι, φιλιά καμένα, γκολ μες σε κουβέρτες
τοίχοι που τρίζαν, γάλα το κορμί σου, κρινοδάχτυλα,
φύσαγε πάντοτε νοτιάς βαθιά στο πάπλωμα
τα στήθη σου πρώιμο χιόνι, μουσική στο κραγιόν σου,
ύστερα πάστες που παχαίνουν, πιο γρήγορα φιλιά,
η ώρα χάθηκε.
Το σούρουπο βαραίνοντας στα κραυγαλέα μάτια σου
σε παρέδιδα ευτυχή και πλήρη στον νόμιμο δικαιούχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου