Τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι
πίνουνε τσίπουρα και λένε ιστορίες.
Μέσα στο τζάκι
λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα της οξιάς.
Την περασμένη άνοιξη
δυο άντρες κάθονταν κάτω από αυτήν την οξιά.
Πίνουν τσιγάρα και λένε ιστορίες.
Ύστερα πιάνουν τα τσεκούρια και τη βαρούν.
Εκείνη την ώρα
περνάει παραπέρα ένας
σιωπούν τα κοτσύφια
θλίβεται λίγο η λιακάδα.
Χαιρετά τους ξυλοκόπους γέρνοντας το κεφάλι
και χάνεται
κανείς τους δεν τον είδε ξανά.
Οι ξυλοκόποι τελειώνουν το τσεκούρεμα
και γυρίζουν ο καθένας στο σπίτι του.
Ανοίγουν την τηλεόραση και πίνουν μπύρες
μέχρι να τους πάρει ο ύπνος στον καναπέ.
Δεν είχαν τσεκούρια
ηλεκτρικό πριόνι είχαν.
Το είδε ο περαστικός.
Δεν ήταν περαστικός
φάντασμα ήταν.
Το είδαν οι ξυλοκόποι.
Την Κυριακή στο καφενείο κανείς δεν τους πιστεύει
φαντάσματα και φούμαρα ου ρε, τους φωνάζουν
απ' τα γύρω τραπέζια.
Όσο για τον περαστικό
γελάνε κι οι πέτρες μαζί του στα δάση
όταν τραγουδά για το κορεάτικο πριόνι.
Πάντως η ξυλεία καλοπουλήθηκε.
Τον επόμενο χειμώνα
τέσσερις άνθρωποι γύρω από το τζάκι
πίνουνε τσίπουρα και λένε ιστορίες.
Μέσα στο τζάκι
λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα εκείνης της οξιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου