Οι αυτόχθονες αυτού του κόσμου
κρύβονται πάντα μες στον θάνατο.
Γαυγίζει πάντα νηστικό το φεγγαράκι στης νύχτας το
σκυλόσπιτο
κι’ η Άνοιξη —κεντήστρα αιώνια για τα προικιά της—
στα δάκρυα των λυπημένων καθρεφτίζεται.
Προσωπικά ρημάζω κάπου έκθετος στην αυτοκρατορία.
Πάει ένας κόσμος τώρα που μας έχεις λησμονήσει
κι’ ίσως νομίζεις που έγινα αέρας
χρυσόσκονη στης πεταλούδας το φτερό
κόκκος που χόρτασε τον χρόνο.
Άλλα είμαι εδώ. Ακόμη θα είμαι εδώ.
Κρυμμένος, με τους άλλους μες στον θάνατο να σου
θυμίζω
τότε που η καρδιά μου πήγαινε από σε
κι’ απ’ τις κατάλληλες θυρίδες άνθιζε το αίμα —
τα σύνορα τότε της ζωής π’ αναχαράζονταν — κι’ η μοίρα
εμοίραζε τα πρώτα της κλειδιά
του πρώτου κόσμου.
Να σου θυμίζω
που ρίζωνε το ρίγος στην ελιά
για ν’ ασημίζει μες στις φλέβες το σκοτάδι.
Τρεμόπαιγμα στο καταπληκτικό κενό
θαυμαστικό το θρόισμα έως θανάτου.
Στην αφθαρσία του χρόνου μαχαιριά.
Αλλά είμαι εδώ και πάντα
κυλά το ποταμάκι της αφής μέσα στην έλξη.
Στα δάκρυα των λυπημένων καθρεφτίζομαι
και πάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου