Την πρώτη φορά που ήμουνα μπροστά
με ανατρίχιασε η χωματίλα, μια μυρωδιά ξινή
σα να ρευότανε σάπιο σκότος η γη.
Με τον καιρό, παρατηρούσα πόσο βαθύς
πρέπει να είναι λάκκος, πώς να μπήγω γερά το φτυάρι
και πώς μπροστά στον σκώληκα να δείχνω παλικάρι.
Απ' τους παλιότερους διδάχτηκα πώς να ρίχνω αποπάνω
με μαλακές φτυαριές το χώμα για να δείχνει αφράτο
την ώρα που σκεπάζει το φως, με κόπρο και σκαθάρια γεμάτο.
Γυρνώντας στο σπίτι, τα νύχια μου είναι μαύρα
τα ρούχα βρωμούν, γδέρνω τις πέτσες μου, ανάβω φώτα, μα
μες στον ύπνο, σα λάκκο νιώθω το κρεβάτι να με ρουφά.
Με λένε Αλμπέρτο και φυτεύω λουλούδια στα πάρκα.
Σε άλλους αρέσει. Εμένα μου φέρνει αηδία.
Ένεκα βέβαια η ανεργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου