Χαράματα στη Γαλάτιστα
στο πίσω κάθισμα ο Άσπρος Αετός
δίπλα του το Μαύρο Σύννεφο
και μπρος η Καθιστή Αρκούδα
υμνούν τη νέα μέρα
ο ήλιος δίκροκος στα καθρεφτάκια
Θέλω να μου φωτίσεις τα τρία μου παιδιά
του λέει ο πρώτος και προσκυνά
- κεφάλι σπλατς -
πάνε πιο κάτω
Σήκω να μου ζεστάνεις την όμορφη κυρά
παρακαλά ο άλλος με το χέρι στην καρδιά
- ουρά ταπισερί στην πίσσα -
λίγο πιο πέρα
Δείξε μου τον δρόμο της χαράς
ικετεύει ο τρίτος και δακρύζει
- πάλι κεφάλι σπλατς -
Που λέτε, κάνει το Βουβό Τιμόνι
ρίξαν τα ρούχα του σε μια μαύρη σακούλα
την είχανε στις τουαλέτες πλάι στ' απορρυπαντικά
καληώρα χαράματα
το παντελόνι που μ' άρεζε το πουκάμισο που δεν μ' άρεζε
Α ρε Βασίλη, είπα στην σακούλα
και την έβαλα στο πίσω κάθισμα
Α ρε Βουβέ, ήχησε η νάυλον σιωπή της:
Τι νόμισες, όπου και να πας
Όλος κι όλος ο τρόμος
Τρεις γάτες δρόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου