Βαδίζαμε στο μονοπάτι του βουνού
την κρατούσα από το χέρι
και της μάθαινα τις ημέρες της εβδομάδας.
Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη απάγγειλα
Δευτέρα Τρρρίτη Τετάρτη επαναλάμβανε
σέρνοντας το ρο της Τρίτης μ' αμερικάνικη προφορά
εγώ κι η μικρή μου ανιψιά
εγώ κι οι μέρες οι εφτά ταραγμένο μελίσσι
βουίζαν γύρω μας βομβίζαν θυμωμένες
τα λόγια μου καπνός
άλλες δεν έχει; με ρώτησε ξάφνου
πάνω που κορωμένος ωρυόμουν
σαν να 'ταν το ποίημα το καλό
μ' εφτά μονάχα λέξεις
πείσμωσα, συνήλθα στο λεπτό
άρχισα να της μιλώ
για τις λίμνες που ασπρίζαν αντίκρυ
για τα ελάφια και τους πάνθηρες
που ξεδιψούσαν εκεί πριν από τ' αγκάλιασμα
στα χρόνια τα παλιά
για της αρκούδας τα λημέρια πιο ψηλά
για τα λιοντάρια που κάποτε ζούσαν εδώ πάνω
τ' αγριογούρουνα, τους λύκους, τα τσακάλια
τώρα κρεμόταν από το στόμα μου συνεπαρμένη
θα σε φάω της λέω ξάφνου
δεν είμαι η γιαγιά σου
και οι απαντήσεις είναι:
για να σ' ακούω καλύτερα
για να σε βλέπω καλύτερα
για να σε μυρίζω καλύτερα
για να σε φάω μικρούλα μου
κοιτούσε τα δόντια μ' απορία
σφήνωσε λίγο στα ούλα η παχουλή αχλή
αυτήν τη μέρα που ο κόσμος όλος την έχει για αργία
αυτήν αργοκατάπινα κι εγώ: τη μέρα Κυριακή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου