λεκιασμένο μπουφάν, πουλόβερ λερό, μαλλί πιο λιγδερό
στα χρόνια μου περίπου, γύρω στο εξήντα γεννημένος
άρα πρόλαβε τους Ζέπελιν στα ντουζένια τους
σιχάθηκε το ροκεντρόλ
είδε τις πρώτες πιτσαρίες να ανοίγουνε με γκαρσόνια-παπιγιόν
φόρεσε καμπάνα τζιν αμπέχωνο μοντγκόμερι μακρύ κασκόλ
ενώ το Λόουερ Προφίσενσι ήτανε γάμου λαμπρού προσόν
μου λέει: Φίλε σε παρακλώ
ψάχνω για τριάντα ευρώ
κάπου να βρω να κοιμηθώ
ήμουνα στην απεξάρτηση και βγήκα το πρωί
μήπως σου βρίσκεται κάνα «χαρτί»;
Με πέτυχε πάνω που ολοκλήρωνα μια σκέψη πολύ χύμα
η οποία έληγε στη λέξη «σιθρού»
ούτε που κατάλαβα τι έκανα το θύμα
του έδωσα πέντε ευρώ σε χαρτονόμισμα και συνέχισα γι' αλλού
εκείνος στήθηκε πάλι στη θέση του να τσακώσει τον επόμενο
σιγά σιγά άρχισα να συνέρχομαι, ώσπου με λογισμό φλεγόμενο
υπολόγισα τα λεφτά σε δραχμές κι έφριξα φρίκη μεγάλη
ούτε στον Κομμένο Πόδι δεν έχω δώσει ποτέ τόσα
ύστερα θυμήθηκα την όψη του, μισό βουβάλι
απ' όσο ξέρω κανείς δεν βγαίνει από την απεξάρτηση
με σκεμπέ και διπλοσάγωνο τίγκα στις πατσιές
όμως δεν θύμωσα, επικράτησαν σκέψεις αγαθές
δε βαριέσαι είπα είναι ντροπή να τα ζητήσω πίσω
χώρια που μπορεί να τα έχει πράγματι ανάγκη
να φάει, να πιει, να τρυπηθεί, να χαϊδευτεί
στο κάτω κάτω τ' άξιζε τα λεφτά του
αφού κατάφερε κοτζάμ ποιητή να εξαπατήσει
καθώς κι εκείνος τώρα εδώ με τη σειρά του
πάει ο ζήτουλας, με λόγια, μιαν απάτη να στήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου