Πολεμήσαμε –στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό –με βλέφαρα
καμένα απ' της αγρύπνιας το μπαρούτι∙
αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια
και το Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.
Ταμπουρωθήκαμε –στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσ' από ένα τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
πίσω απ' τις πέντε αχτίνες τής καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής, τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ' τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη λεφτεριά, με τους σταβρούς τής πτώσης τους
–θανατικά ρολόγια που δείχναν τη ζωή μας–
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
σε αξιοπρεπή πορτραίτα «Κυρίων» –με τις μπούκες
στραμμένες αντίκρα∙ στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας –μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε:
– Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα–
τον ασήμαντο, χλιαρό τους θάνατο – Εμείς∙
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο ωραία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου