Πόσο θα κρατήσει τελικά
Αυτός ο εφιάλτης;
Με χαιδεύουν κάτι σκοτεινά
Πυκνά νερά.
Μυρίζομαι την αγωνία της θάλασσας.
Θα γίνω ολόκληρος ένα ορθάνοιχτο μάτι
Γεμάτο απο απειλητικά φεγγάρια,
Απο διαφανείς, διαπεραστικούς ήλιους
Και οι σκιές, πάντα γοητευτικές.
Κάποτε οι αγαπημένοι χάθηκαν περπατώντας
Μέσα στη μαύρη δροσιά των πλατάνων
Δακρύζοντας ρετσίνι
Εισπνέοντας ακαριαίους υπαινιγμούς,
Συνεχώς απογυμνωμένοι μέσα στο άφατο.
Κάποτε τα βλέμματα θα γίνουν
Πικραμένοι φάροι
Θερίζοντας και σπέρνοντας πόνο.
Φλόγες σιωπηλές, θα κομίζουν το φως
Στα εσώψυχα.
Έπειτα οι αγαπημένοι απομακρύνθηκαν,
Και τώρα και άλλοτε και αύριο,
Ζώντες θάνατοι,
Ατόφιοι οι χαλκάδες
Της μοναξιάς.
Για ποιό λόγο να νοιώθω ακριβώς τότε,
Τόσο έντονα, πόσο έντονα,
Είμαι;
Βουτάω μέσα σε κάτι σκοτεινά,
Πυκνά τίποτα.
Ως τότε…
Ναι.
Είμαι.
Πόσο να κρατήσει άραγε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου