Και κάθε του σχοινί ποτίζει ο ιδρώτας.
Εδώ δεν νοιώθεις την ασφάλεια μιας πόρτας
κι όλο πιστεύεις… πάνε οι κόποι μου χαράμι.
Η θάλασσα μαργιόλα ξελογιάστρα,
σε νανουρίζει κουρασμένη άμα κοιμάται.
Μα σαν ξυπνήσει είναι θηρίο που βρυχάται
κι άγρυπνο σε κρατά κάτω από τ’ άστρα.
Ράτσα από ατσάλι και πυλό υφασμένη
με του Ήλιου τις αχτίδες παίρνεις μπόι,
σαν ποντικός κοιμάσαι στο κατώι
κι η κάθε μέρα σου είναι ονειρεμένη.
Πόσο ποθώ μαζί σας να σαλπάρω,
σ’ άγνωστες θάλασσες, σ’ απάνεμα λιμάνια
σαν τύχει να βρεθείτε, με περίσσια περηφάνια
εγώ στην πλώρα σας να σουλατσάρω.
Τους θησαυρούς σάς τους χαρίζω,
Διόλου δεν τους θέλω, με βαραίνουν.
Όμως λατρεύω τα νερά όταν βαθαίνουν,
του ταξιδιού τούς πόθους ν’ αντικρίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου