Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Ένα καράβι
Δονούνε στη σπηλιά τους
Της μέρας
Ήλιος —
Ξαναγεννάει τα μάτια
Όπου η Ζωή αρμενίζει προς
Τ' αγνάντεμα
Ζωή —
Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος
Δίνει στον ορίζοντα
Κύματα φεύγουν έρχονται
Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών
Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα
Γέρνει πανί του ονείρου
Μακριά
Έρωτας την υπόσχεση του μουρμουρίζει — Φλοίσβος.
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Το αμετανόητο χέρι
Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες
Η Ζωή.
Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα.
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
II
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
Σαν αλήθεια
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
σανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της;
χερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του
πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασι-
λεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι...
συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέ-
βουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το
χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας
ταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη
φεγγοβολή του.
καίει η απουσία.
Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει...
όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη...
εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κει
δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη
μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ' από τ' άνθη.
Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη.
σθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση.
θειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβο-
λία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι
επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό
του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των μα-
τιών του.
την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυ-
χτερινής χλόης μου.
γι' αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή
που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι.
φογραμμή.
ζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου.
Τί θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί
μες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέ-
ρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην
αναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ' το λόφο υπάρχει το μονο-
πάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης.
Είχε φύγει μέσ' από το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα εί-
χανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ' τον ίσκιο
της επιθυμίας μου — κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της
αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία
τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέ-
ρει καλά το μυστικό.
τερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ'αναγαλ-
λιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο
στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια
εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου
ξεγνοιασιά θ' αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου
θα δροσίσει τη δροσιά.
συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θα
τρέχει ο ουρανός κάτω απ' τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας
ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μαγουλά μας θα δώ-
σουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές
Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια
Η νύχτα ελαφρωμένη
Από το θόρυβο και τη φροντίδα
Μέσα μας μετασχηματίζεται
Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη
Αλλάζει κοίτη ο χρόνος
Και γυμνούς από έγνοια επίγεια
Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
Αφήσαμε το γήινο δέρμα
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
Για τελευταία φορά
Τις σκοτεινές μας άρπες
Άϋλο περίβλημα.
Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς
Έλαμψε καθαρή στιγμή
Τρεμούλιασμα εναγώνιο
Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας
Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας
Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας
Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια
Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη
Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει πού σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Ποιό μέτωπο
Κανείς δεν είναι
Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ' την αγάπη.
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
— Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη
Μαδά η επιτυχία
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ' τα νησιά
Πιο χαμηλά απ' το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
— Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά —
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Στηρίζοντας το άπειρο.
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε
Μα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους
με ήλεκτρο
εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
σαν τις ώρες μας
έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!
απ' την ευθυμία του καταρράκτη
παρθένων
που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια
σα στα εμβρόντητα ταξίδια μας
καδιών μιας νεότητας
ρά τους υάκινθοι
σηλώνονται
θυμιών
ατμοσφαίρας
άνεμο
νώνεται
σαλπίζει
τημα...
τοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα
ρίζες της Χίμαιρας!
των κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο
νιες φεγγερών στοών
θριάμβου
τας μια καινούρια αλήθεια
γος τους
σαν τις ώρες μας...
περιούσιες...
ται μέσα στ' αλώνια
μαχία του ήλιου
Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών
τις θυμωμένες γέφυρες
ξεδίπλωμα της νεότητας...
του γήινου κόσμου αίμα!
μουδιά που ελπίζει πάντα
δες της νοτιάς
δαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών
ματα μας άξια!
Είναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας
σθήματα
Κι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει
Α τα γυμνά κορμιά στ' αετώματα του χρόνου χαραγμένα — οι κύκλοι
Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει
διά της Γης!
κρυψώνες του ήλιου
τήριο της καλής ανταύγειας
στη μέση της χαράς
πορίας
ταλα των μυστηρίων της
προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
μναίο καθρέφτη να σωπάσουν
ρισμένης οάσεως
με άνεμο και λόγο!
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
Τί θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τί θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται — ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
Δυνατός — η αθανασία φαίνεται ήρθε.
Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδα
Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια
Εσείς πού ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας
Πού ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος
Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού
Κανείς δεν αποκρίνεται
Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν
Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.
Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο
Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται
Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος
Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει
Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες
Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης
Στις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο
Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος
Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες
Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί
στο δέλτα των ελπίδων...
Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι
Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας — τα λόγια
Κατά πού θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά πού ξεχύνονται
Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες
Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι' αγγέλους
Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή
Που μαζεύω — σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί
Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο
Θα 'ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν
Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα
Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.
Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη —
Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να 'ναι αυτή
Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες
Ποιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι —χώμα ηχολογάει το χώμα
Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας
Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται
Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων
Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα
Ποια θάλασσα
Να 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει
Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να
Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν' αυτές
Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος
αιώνες!
Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες
Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές
των ήχων
Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται
Για κάτι ωραίο —σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο δράμα
Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές
Μακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα
Η καθεμιά τους είναι τώρα φως
Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους
Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες
Γερμένοι στο 'να τους πλευρό — τ' άλλο τους είναι θαλερός τόπος
Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε
Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες
Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας
Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα
Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο
Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη
ορμητήριο αναπάντεχο
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών
Απλωμένο σ' άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο
Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ' άλλη
Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του
Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα
Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του
Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του
Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού
στο προσκάλεσμά σου
Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη
Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν
Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
Μουσκέψανε τα λόγια πού είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
Κατά πού θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα πού οι μακρινές γραμμές
Κι είμαστε — σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη —
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
κι απομακρύνονται
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:
δέντρα του εσύ αναπνέεις
σου μια φωτιά σκορπίζεται
ο κόσμος των εικόνων
το αναλλοίωτο άστρο
στερέωμα
η χορταριασμένη ανάμνηση
παρά να 'ναι ο άνθρωπος
Στ' αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο
Έν' άλλο πρόσωπο
Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
Άλλοτε απ' την παιδική τους ηλικία
Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.
Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα
Εκεί
Κάνει γωνία πριν από το κλάμα
Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους
Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά
Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες
Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε
Ένα βηματισμό σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας
Ένα δωμάτιο
Ένα μυστικό
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ
Ή να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια
Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο απ' τον ύπνο
Γυμνή κείτεται ή μέρα.
Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο
Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!
Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος
Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές
Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.
Φως πάλι φως η ψυχή πού μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος
Καθαρού πριν απ' τη δίψα
Στο άπειρο.
Γεμισμένη απτόητο άνεμο
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα.
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ
Κλωνάρι κρύο παιδί νερού
Αγαθό μονοπάτι.
Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή
Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας
Και παίζουν όπως παίζω
Και γλιστρούν
Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.
Των ενθουσιασμών
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους.
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ' ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μέσ' από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη
Το καρδιοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.
αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες,
πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα
πενήντα δύο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο — με το
χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νη-
σίδιο ύπνου.
άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.
Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω,
κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγ-
γίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου
σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο
φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά
σχίζαν τις παρθενίες των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένο
έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της
νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζον-
τας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που πρόσμεναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη
γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τί γύρευαν; Ποιο ένα-
στρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα
δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν
ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.
αχνάρια του αγνώστου.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυ-
φερού ταξιδιού μες στην αθανασία.
λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη
μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του
προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύ-
μησες.
άκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωό-
τητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.
ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα
μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύ-
φων σελίδων μου.
που θα μείνει χαραγμένος εκεί.
στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας — τα
κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμα τους κι έγιναν οι Υπερη-
φάνειες.
στις λευκές που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα — τις χίμαιρες! Η
ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζο-
μαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το
φως κάτω απ' τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι
μελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.
να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο
στερνός τους λόγος άλλος.
να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-
σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της
πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-
λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα
της αμφιλύκης.
σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν
έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτός
ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια
των μενεξέδων.
στη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και
τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέ-
ξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.
Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτό
κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,
εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας
μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.
Σένα!
μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φορά
μέσα στ' αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.
Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κό-
σμου. Τα μυστικά του κόσμου.
τάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δί-
νει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ
μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας
τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα
ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα
νήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι η-
λιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους
αιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε κατα-
μόναχο μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη
ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θά-
λασσας, ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.
μέρας. Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι
μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.
Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά
του, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο
μέγας ήλιος το βλαστάρι!
είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.
γήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό
μου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και
το φως και το σκοτάδι — το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού
ιδιωτικού Σεπτέμβρη.
χασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρι-
νούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια
έξω από την καρδιά σου κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδια
τους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους
παίρνουν τ' ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιο-
χτυπάς έξω απ' την πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη
και μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.
από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν
τους γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο
εξαφτέρυγο άγγελμα!
θος. Και μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνο
των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέ-
ρεις πάντοτε περισσότερα. Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σαν
σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των
πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.
νε κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε
σ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια
να σε περιφρονήσουν!
θάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικό-
τητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,
πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.
ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην
αλλαγή σου...
γεωγραφία.
μυθική απλωσιά του κόσμου.
καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά-
ζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ-
νο φύλλωμα, μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αίθριας. Κι εγώ —
σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της
ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά-
δια που θα σε γεννούσανε. Που είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-
χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο,
που είσαι!
λιώς την παπαρούνα σου.
όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεται
στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά
συλλογισμένες φλόγες του.
τους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δέ μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των
ανέμων και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δέ μένει παρά να' ρθεις
εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι
άλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμα σου.
σαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια
καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία
τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέ-
ξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε,
νιώσε:
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
ριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα
βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά-
λασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και
μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.
νείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα
της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει,
ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά-
θε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι-
ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους.
Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-
ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη
σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι,
ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες
στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν
είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που
διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω
από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της
πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει
την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-
ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Σού 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων — Μα πού γύριζες
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί — τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματα του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη —
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες — Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος
Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.
Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.
λο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο
μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή
άστρα. Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και
θ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.
νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-
μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα
φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες
που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ-
λογισμένα δέντρα.
θα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' την
πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η
καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.
Μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο
Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου
Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων
Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου
Μια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητου
Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου
Όλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσια
Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό
Σπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας.
Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων
Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!
Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων
Αλλά η νύχτα πώς εδώ κελάρυσε τον ύπνο
Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες
Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη
Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού
Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!
την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την
άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδί-
ζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!
Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα
στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να
μπει πεισματικά στη φύση...
πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον
αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσου-
με μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιρια-
σμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα
που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που
αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοι-
μάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θά 'πρεπε να σφίξουν στην
αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισ-
σότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!
Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος
Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς
Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις έξοχες της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια
πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρό-
μους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμι-
σα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της
θάλασσας!
χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλω-
νάρια μας αμάραντα.
ωραία χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊά-
δων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα
ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσει
κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χω-
ρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες
από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου
του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύ-
ρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που
τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του
όπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά
των παλικαριών της Δικαιοσύνης.
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου
Με το καινούριο χώμα πού πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες
Ω τι ωραία που είσαι
Πρωινό ερωτηματικό
κέφι 'a perde haleine
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Πού σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιρίες
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου