Με παράθυρα κλεισμένα και αυλές ορθάνοιχτες
για να έρχονται μία-μία οι πυγολαμπίδες
ν’ ανάβουν τα καντήλια σου
τώρα που θυμηθήκανε πως
το ξημέρωμα θ’ αργήσει.
Έκρυψαν τη σφυρίχτρα στο στήθος
κρέμασαν τα χέρια στις τσέπες
κι έτσι οι επιβάτες μπορούν να τρέχουν
αυτοβούλως.
Απόψε και τα φανάρια ξεκουράζονται.
Κι ούτε μια αμυχή, ένα τραύμα
ένα σπασμένο πλευρό
ένα ραγισμένο μαξιλάρι
μια μήτρα με διάτρητο αίμα μηνών
μόχθου ετών
δεν συγκόλλησε
τα κομμάτια των ενοχών σου.
κι αφήνεις τα τριζόνια ν’ αλητεύουν
τα φιλιά να πεθαίνουν
λύκους να πνίγουν τις κραυγές
μην και ξυπνήσεις.
Μόνο το μελάνι ορφανής πένας
αφήνεις να ξενυχτάει
για να στολίζει
γράμματα στα εικονίσματα
των ταραχών σου
κομμένες εξατμίσεις
σε λευκά πανέτοιμα σεντόνια
διανυκτερεύσεων.
γι’ άλλη μια νύχτα ένοχη
αργοσαλεύοντας στους ύπνους
τολμάς και μ’ αγκαλιάζεις.
Τραβάς κουβέρτα άστρα
φεγγάρι πανωσέντονο
για να σ’ ακολουθήσω
κι ας ξέρεις
πως χτυπά καμπάνα η καρδιά μου
με πρωινού αγωνία
λυτή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου