Κλείσε τελείως την μουσική
και μη μιλάς!
μέχρι να βρει η φωνή σου
την συχνότητα
που θα θρυμματίσει
της καρδιάς μου το κρύσταλλο.
Τις μοναχικές νύχτες
που το φεγγάρι γεμίζει,
είναι αδύνατον
να σηκώσεις τον ουρανό.
Βαρύ το ταβάνι!
Αφυδατωμένος χρόνος τρίβεται ανάμεσα στα δάχτυλα.
Κίτρινο από παλιά νικοτίνη που καπνίσαμε αλόγιστα,
νύχια σπασμένα που πάσχισαν
να ξεκουμπώσουν αλυσίδες.
Λαιμοί σε σταυρούς, στην πλάτη σουγιάδες.
Στέρνα κούφια, μάτια αλλήθωρα
-το ένα να κοιτά πίσω, το άλλο μπροστά-
με θέα στο αθέατο.
Να κάτσουμε απέναντι και να μου μιλάς
για εκείνα τα «αλλιώς» που μας προσπέρασαν
..τινάζοντας τη σκόνη.
Καθώς θα σκύβεις πάνω μου
θα σε αφήσω,
από έναν κήπο μυστικό
να κλέψεις,
την εύφορη υγρασία
και τα ακριβά φωνήεντα
που εξόρυξαν
κάποιες βαθιές,
υπόγειές μου ανάσες.
Το ρίγος του σεισμού
και τις ρωγμές
να ψαύσεις
στο δέρμα, στα υποδόρια,
στα κόκαλα,
ως την φλέβα.
Κι από το πιο μεγάλο ρήγμα μου
ψηλά απ’ το στήθος
μέχρι τους λαγόνες,
τη θέα θα σου δείξω.
Εκεί που ανοίγομαι στα δυο
αν βρεις φωτιά,
αλόγιστα να πέσεις.
Μ α ζ ί
να περπατήσουμε
στης νύχτας τον κρατήρα.
Κατέθεσα τις απέλπιδες
δικαιολογίες μου
για εκείνο το δάνειο
καταναλωτικής πίστης στο ανέφικτο.
Όχι σπουδαία πράγματα, μην φανταστείς.
Για τα απαραίτητα πρόκειται!
Με τέτοια ανεργία
που πλήττει το «αύριο»
θαρρείς πως αντέχω το έξοδο
για ένα όνειρο προς το ζην;
Ανέβασε το κόμιστρο και η αδυναμία...
Ευκαιρία βρήκε να αισχροκερδήσει
από την ανάγκη μου.
Για ένα χιλιόμετρο
-τόσο θέλει να κατηφορίσει τη λεωφόρο
κι ύστερα πίσω στα εφ’ ω ετάχθη-
μου ζητάει
υπέρογκα ποσά περηφάνιας
να της καταβάλω σε κέρματα.
Βλέπω ακόμα κρατάς
εκείνη την επιχείρηση τοκογλυφίας
και προσφέρεσαι να με πιστώσεις.
'Ωδυνεν όρος η τελευταία σου προσφορά.
Πώς να σε εμπιστευθώ;
Ακόμα ουρλιάζω
γεννώντας τους «τόκους» της.
Κλείδωσα δυο φορές την πόρτα και πέταξα τα κλειδιά.
Εκείνο τον μαντρότοιχο στην αυλή ακόμα πιο ψηλό τον έχτισα.
Ο έρωτας που περιμένω,
δεν θα μπει σα νοικοκύρης σ΄ αυτό το σπίτι.
Θέλω να κάνει διάρρηξη.
και πάλι θα συγκεντρώσω
τα ξεστρατισμένα όνειρα
στην θαλπωρή
της μητρικής τους ουτοπίας
για να τα προφυλάξω
από την πείνα του ανέφικτου.
εγώ, ένας ταπεινός φύλακας
της ανάγκης
ένας μοναχικός ποιμένας
της νύχτας.
Τις φλέβες που ακουμπάς
σαν τίποτα να μη συμβαίνει
παίζοντας με τα δάχτυλα
τον άναρχο σφυγμό τους,
χίλιες φορές τις έκοψαν
του έρωτα οι κοφτερές λεπίδες
κι άλλες τόσες τις έραψα μόνη
μόνη! ακούς;
με γρήγορες ραφές
να μην προλάβει ο πόνος
να χυθεί ζεστός στο πάτωμα
και χάσω τις «αισθήσεις».
Μα πάντα επιζώ
για την επόμενη σφαγή μου
από κάποιο χέρι αγαπημένο,
σαν τώρα το δικό σου
που αφήνω –τάχα- ανυποψίαστη
να με διατρέχει,
να με εξερευνά
και να με δοκιμάζει.
Σαν σε φωνάζω έρωτα
γυαλίζει το μαχαίρι.
Όλες της νύχτας
οι παγωμένες ευχές,
και τα κρύα σώματα
των ορφανών δρόμων,
έρχονται το πρωί
να πεθάνουν στο παραθύρι μου.
Την ώρα που ζεσταίνω το κουράγιο
να σου πω «καλημέρα»,
από μέσα,
δακρύζουν τα τζάμια.
Είμαι η σφαίρα
που εξοστρακίστηκε
πάνω στην σκληρή πανοπλία
του μύθου σου.
Ο διάτρητος στόχος
που επιζητεί την ευστοχία
μιας "χαριστικής" βολής
για να καταρρεύσει.
Καίω!
σαν βαθύ έγκαυμα,
σαν μάγμα,
σαν της Κόλασης
τον πιο βαθύ δακτύλιο...
και δεν περιμένω
ούτε θέλω η αλλόκοτη!
μια λύτρωση να μου χαριστείς
ή μια ρωγμή να μου παραχωρήσεις
για να διαπεράσω
τον συμπαγή φλοιό σου.
Μόνο σε προκαλώ!
να ρίξεις λίγη ακόμη τοξική τροφή
στο φιλήδονο άλγος
της εμμονής μου
να με τρομάξεις!
να με σαρκάσεις!
κι ύστερα να με σύρεις
από τον νευρώνα
της πιο παράλογης αίσθησης
στην πίστα των δαιμόνων.
Δυναμώνω την ένταση.
Κοίτα!
το σκοτεινό σου βλέμμα
πώς χορεύει μέσα μου
το πιο σκανδαλώδες tango...
Πάνω στον άσπρο της λαιμό
φτερουγίζει ανεπαίσθητα
ενός φιλιού
η θνήσκουσα προσδοκία.
Το μπούστο θρυμματισμένο
από ρωγμή χαδιού
που κοντοστάθηκε στην πρόθεση,
καταρρέει μυστικά
πίσω από λόγο υπερήφανο
και οι λαγόνες ηττημένοι
συστρέφονται και οπισθοχωρούν.
Γυναίκα αποσιωπητική.
Ελλείπουσα.
Καμπύλη ανοικτή
στο ελάχιστο ενδεχόμενο.
Ολόσωμο άγαλμα
σε στάση ηδυπαθή
ποζάρει στον χρόνο,
λίγο πριν συμβιβαστεί
με ένα ευγενικό χειροφίλημα.
Μεθυσμένο
σε φαντάζομαι,
από τη θέα
καινούριου, εξωτικού τοπίου.
Σκυμμένο πάνω στον καμβά
ν’ αδειάζεις τον πυρετό σου
-χιλιάδες χρώματα!
ηφαιστειακά-
από μια εκρηξιγενή
ερωτική φλέβα.
Να σε ρουφάνε
πόροι ανοιχτοί,
διψασμένοι
και πέλματα γυμνά
να πολιορκούν το σχήμα σου
με Πανσέληνους κύκλους.
Κι ύστερα,
το σπίτι πίσω σου
φαντάζομαι,
βυθισμένο σε αργή,
νηφάλια λήθη
ν’ αναχωρεί ασπρόμαυρο,
φορτωμένο
τα παλιά του ντουβάρια.
Κι εμένα,
πορτρέτο ημιτελές
σε άλλου καιρού τον τοίχο,
να διασχίζω κατακόρυφα
του χρόνου την ρωγμή,
αιμορραγώντας
του τετελεσμένου
το πιο βαθύ ιώδες .
Γνέφε μου εσύ
κι εγώ θα έρχομαι
με βήμα νυχτερινό,
απείθαρχο,
να σε βρίσκω,
στου παραπτώματος
την ακρινή νησίδα.
Ώρα μοιραία, συντελειακή
που πλημμυρίζουν
οι όχθες του παράλογου
κι οι αποφάσεις κλυδωνίζονται
στα ρεύματα
τις πιο τρελής λιποταξίας.
Γυμνή κι αποσιωπητική
σαν τελεία,
να με διαιρείς
και να με πολλαπλασιάζεις
μες του οριστικού
τον σαρκοβόρο οίστρο.
Να με συνθέτεις,
να με χορογραφείς,
με αυθαίρετες κινήσεις
Δημιουργού,
ανάμεσα
σε δυο επικά,
μονόπρακτα θανάτου.
Και το ξημέρωμα
σαν παραμύθι ηδονικό,
χωρίς αφήγηση,
ολόκληρη να μ’ αφήνεις
να ναυαγώ,
μέσα στης απουσίας σου
το αλμυρό αρχιπέλαγος.
Φύτεψέ με
σε μια γλάστρα μικρού,
περιορισμένου χώρου,
αβαθή- όσο γίνεται-
να μην μπορεί να αποδράσει
κανένα πλεούμενο όνειρο
απ’ τις ακτογραμμές
του πραγματικού
και συρμάτωσε
τις ατίθασες επιθυμίες μου
για να δείχνουν ακίνδυνες
σαν ήδη εκπληρωμένες.
Δες με τοπίο εικαστικό,
ημιτελές
σαν κάποιος να μην πρόλαβε
ή να μην πήρε την ευθύνη
να το ολοκληρώσει
και βγάλε με έξω απ΄το παράθυρο
θέα μιμητική του υπαρκτού,
αντικατοπτρισμό διαφυγής
πίσω απ’ την κλειδωμένη σταθερότητα
των τοίχων.
Αν τύχει και βλαστήσουν,
εκεί ανάμεσα Μάρτη-Απρίλη,
οι αντοχές μου
και βρεις πως παρεκκλίνω
απ’ το λιτό, ισορροπημένο κάδρο
που με προόριζες,
με χέρι λεπτεπίλεπτο μα κοφτερό,
ψαλίδισέ μου τις απρόβλεπτες
προεκτάσεις.
Να γίνω δέντρο μικροσκοπικό
για να χωρώ
στους εσωτερικούς σου κήπους.
Φιγούρα αφαιρετική,
σε σχήμα γυναίκας
που θα κοσμεί
το κάλλος του ανέφικτου,
χωρίς να υπάρξει ποτέ Γυναίκα
μα ούτε και Μπονσάι.
Μίλα λοιπόν!
Πες κάτι
για να νυστάξει το δωμάτιο.
Βρες μια λέξη
-ας είναι πέτρα-
και πέταξέ την στο νερό
να την μαζέψει η καληνύχτα
με το συρτό της δίχτυ.
Άσε ένα ρήμα βοηθητικό,
σακχαρόπηκτο,
στο στόμα της αϋπνίας,
μήπως το καταπιούν
οι αφρισμένες ώρες
και ησυχάσουν.
Έχω έναν πόθο πειρατικό,
-μαύρη σημαία στο στέρνο μου-
που άρπαξε το τιμόνι
και μια ανταρσία στο κορμί
που με κλίνει επικίνδυνα
στου «άνευ»
την πιο πλάγια πτώση.
Γι αυτό μίλα!
Μη φοβάσαι!
Κάποιας δικής μου Οδύσσειας
η νύχτα απαγγέλει αποσπάσματα
κι αθώες ραψωδίες.
Εσύ δεν κινδυνεύεις!
Αύριο, όλα ανήκουστα.
Δεμένα στο κατάρτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου