Η αγωνία πάλεψε
με το είναι του
κι η ελπίδα
που πάλευε μέσα του
τίποτα το νεότερο.
Χωρίς μιλιά ξάπλωσε
στο λευκό κρεβάτι
που πάσχιζε
να αιχμαλωτίσει
τη σκέψη του.
Η ώρα θα ήταν τρεις
και η μονότονη ησυχία
δεν τέλειωνε.
Η πνοή του κόπηκε
απ’ τη θέληση
της άνοιξης
που δίχως να πιστεύει
στη φρίκη του πολέμου
δίνει τη θέση της
κάποτε στο χειμώνα.
Ίσως να τέλειωνε
η πραγματικότητα
για ότι τον πονούσε,
ίσως ν’ άρχιζε
ένα νέο κεφάλαιο
στη δύση της ζωής του.
Χωρίς να νιώθει
τις πληγές του αύριο,
χωρίς να πλησιάζει
στο ντουλαπάκι του χθες,
σηκώθηκε κι άρχισε
να σκίζει τις φωτογραφίες του.
Έτσι ένιωθε καλύτερα
κι ας έκλαιγε.
Η φωνή
της πληγωμένης του νιότης
έσκιζε τη σιγή της νύχτας.
Δεν ήξερε γιατί
δεν πρόφταινε το τέλος,
γιατί δεν πίστεψε ποτέ
πως η αλήθεια της νίκης
θα ερχόταν κάποτε.
(από την ποιητική συλλογή "Ενδόγραμμα",
εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου