Άνοιξε το φθαρμένο σεντούκι της πόλης
με τις ξάστερες νύχτες της συνενοχής
τα σπασμένα κεραμίδια της αποστροφής
και τις πάνινες παρηγοριές
της αυγουστιάτικης επιστροφής
ο χρόνος – πιο σκληρός κι απ τ’ ατσάλι λυγίζει στο γόνατο και της πιο μαλακής ανάμνησης
βρήκε μια χαμηλότοκη παρηγοριά
από τις εποχές της υγρής τελειότητας
και της στέρεης ανθρωπιάς
βρήκε στην επίκληση
των ραγισμένων ευχών
το χαμένο νόημα
των ξεκούρδιστων επαναστάσεων
βρήκε ισχνή την ανταπόδοση των θυσιών
και ματωμένους τους αγκώνες της αναμονής
βρήκε το σεντούκι απροστάτευτο
από τους εγγυητές του ολέθρου
-τι μαρμάρωσες σήκω
-ήξερα ότι αυτά που βάλαμε εδώ μέσα ήταν από άνεμο δροσιά και χώμα
νόμιζα όμως ότι τουλάχιστον οι κλειδαριές δεν ήταν από σκόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου