[ή η βυζαντινή προέλευση της αράς «άι τσακίσου»]
Το χρόνο σκίζαν αστραπές οργής
Άδειαζαν το σκοτάδι τους οι ώρες
Την αυτοκτόνο προσταγή ο αφέντης έστελνε:
Αγχόνη χρήσαι ή κρημνίσαι εαυτόν.
Ποιος ώμος μοίρα αντίθετη τη σήκωνε;
Και χέρι ποιο στη σκέψη
τ' αγκάθι απ' την πληγή το βγάζει;
Ήταν κι ο δρόμος που τα βήματα δεν άκουγε
Πιο λίγος απ' τη ζήση σου να γεννηθείς αν τύχαινε.
Στο χρόνο λένε τσακιστήκανε πολλοί
Κι άλλων τα βήματα απ' την κόψη του χαμού επιστρέψαν
Καιρός πολύς χειμώνιασε στη σκέψη τους
Ώσπου να μάθουν οι άνθρωποι
Πως στη ζωή τους να υπακούουν όφειλαν
και τέτοια προσταγή ν' αδειάζουν από πράξη.
Γράψαν λοιπόν Νομομαθείς στη Βασιλεύουσα,
Ευρυμαθείς γραμματικοί φωνάξαν
Ουδείς επί τω κατακρημνισθήναι καταδικάζεσθαι.
Δεν πας εσύ να γκρεμιστείς, είπε του αφέντη του,
Που αγχόνη εγώ στη ζήση μου θα φτιάξω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου