μα ούτε μια μορφή δεν αντίκρισα.
Πνιγμένες στο σκοτάδι του αιώνα
πήγαν να κρυφτούν πίσω απ’ οθόνες
που μαγνητίζουν.
και γύρω-γύρω ψίχουλα
να θυμίζουνε την ύπαρξη ανθρώπων
που καλούνε οικόσιτα ποντίκια
για γεύμα.
Η μπαταρία τέλειωσε και την φορτίζω.
Δεν την πετώ.
Στέκομαι από πάνω της
και περιμένω…
θα ‘μαι μ’ αυτή ξανά στο χέρι
στο φακό μου να τη βάλω.
Κι αν η μπόλικη υγρασία της ζωής μου
τη φουσκώσει…
σε δυο λεπτά μονάχα…
-Ίσως και να το ‘χω αγοράσει-
Σε δυο λεπτά μονάχα
η λυχνία θ’ ανάψει
κι ας μην υπάρχει γύρω ψυχή
να περιμένει.
και τίποτε άλλο
το νεκροταφείο της γειτονιάς θ’ αγκαλιάσω.
Σ’ έναν-έναν τους τάφους θα κοιμηθώ
Λευκή
και μαραμένη θα ξυπνήσω
από ιστορίες που άκουγα χωρίς να πιστεύω
από ψυχές που έχασαν το δρόμο της γαλήνης
και δεν φωτίστηκε ποτέ ο θάνατος γι’ αυτές.
ο φακός μου πια θα ‘χει χαθεί
στο άπειρο…
καθώς θα ζούμε
μια λάμψη επαναλαμβανόμενου διακόπτη
γέννημα κάποιας Ζωντανής Μπαταρίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου