Το πρωί σταματάνε στα φανάρια, χαμογελούν, ψιθυρίζουν, πηγαίνουν στο περίπτερο, αγοράζουν ασπιρίνες, τις καταπίνουν με μανία, πιάνουν δουλειά, χαιρετάνε, φιλιούνται σταυρωτά, καμιά φορά υποκρίνονται. Τα μάτια τους βγάζουν φωτιές, τα στόματά τους χολή, ύστερα από λίγο οι φωτιές σταματούν. Τα μάτια τους άδεια, κάτασπρα, κατάμαυρα, τα μάτια τους δεν υπάρχουν, δυο τρύπες, μέσα τους το χάος, οι άνθρωποι, η πόλη. Τίποτα.
Το απόγευμα βγάζουν από τις τσέπες τους μεγάλες πρόκες, αρχίζουν να καρφώνουν στις πόρτες στα παγκάκια στα δέντρα αρνητικά, μακρόστενες λωρίδες γεμάτες εικόνες κατακλύζουν την πόλη, ανεμίζουν με θόρυβο, γεμίζει ο κόσμος φωτογραφίες που αρνούνται να εμφανιστούν. Θροΐζοντας το απραγματοποίητο -κάποτε- δεδομένο της εμφάνισής τους. Κάποια περισσεύουν. Μαζεύονται τότε καμιά δεκαριά απ' αυτούς, τα παίρνουν, τα κολλάνε, φτιάχνουν μια σημαία. Τρέχουν στο λιμάνι, βρίσκουν ένα τεράστιο πλοίο, ο ένας ανεβαίνει στο κατάρτι, την κρεμάει. Ο άλλος σπάει στην πρύμνη ένα μπουκάλι γαλλική σαμπάνια, η τσιμινιέρα σφυρίζει υπερήφανη κι οι υπόλοιποι μας χαιρετίζουν σαλπάροντας για την άλλη άκρη της γης.
Καλό ταξίδι, φωνάζει αυτός που έμεινε πίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου