Μακριά σταθήκαμε στις μικροχαρές της ζωής.
Μαζί μόνο στους μεγάλους αποχωρισμούς.
Σπίτι μου ταπεινό και κουρασμένο,
ζεστό χαμόγελο μιας άλλης εποχής·
φρυγμένο απ’ τη δύναμη του ήλιου
και ποτισμένο απ’ το δάκρυ της βροχής.
Όστρακο αδειανό, ορφανεμένο,
κυψέλη αλλοτινών καιρών·
μέσα σου η ψυχή μου φτερουγίζει,
η πλατυτέρα των στεναγμών.
Από τo πολυκαίρι σκεβρωμένα,
ψηλά τα πατερά σμίγουν τα φρύδια·
πάνω στο γέρο τοίχο ακουμπισμένα,
βαστάνε μαυρισμένα κεραμίδια.
Τοίχοι που έχουν πάψει ν’ ακουρμένονται,
και να κρατάνε σφαλιστά τα μυστικά σου·
ετοιμοθάνατοι, λυγίζουνε τις πλάτες τους,
πάνε να γονατίσουνε μπροστά σου.
Πράματα φτωχικά και νοτισμένα,
απομεινάρια μιας παλιάς μου αλλαξιάς·
έπιπλα που τα τρώει το σαράκι,
ξεψυχισμένα ντοκουμέντα μοναξιάς.
Έχουνε πάψει από χρόνια ν’ αντηχούνε,
γέλια παιδιών και πρόγονων μιλιές·
νεκρή σιωπή παντού αποτυπώνεται,
μα εγώ ακούω των εικόνων τις φωνές.
Ο ήχος του ξυπνητηριού σπαρακτικός,
την κάθε μου στιγμή τη μηδενίζει·
στον τοίχο μια φωτογραφία του παππού,
αυτήν ρωτάω, ό,τι πει κι ό,τι ορίζει.
Σπίτι μου που τις σκέψεις αναδεύεις,
λύπες, χαρές, μετράς κι αναμετράς·
τις πρώτες μες στη μνήμη ταριχεύεις,
τις άλλες στο ’να χέρι τις κρατάς.
Σπίτι, μετωνυμία της αγάπης
του πόνου και της θαλπωρής·
σπίτι εφαλτήριο και φυλακή μου,
άντεξε λίγο ακόμα· όσο μπορείς.
Λ.Κατσιγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου